Πριν η πολιτική επιστήμη ανακαλύψει τον λαό και τον λαϊκισμό, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι τον είχαν επικαλεστεί όχι μόνο για να κερδίζουν τον πόλεμο κατά της καθαρεύουσας αλλά κυρίως στην προσπάθειά τους να θεμελιώσουν το ιδρυτικό αίτημα της νεοελληνικής ιδεολογίας, δηλαδή τη διαχρονική συνέχεια του Ελληνισμού. Όπως διακήρυξε η γενιά του ’30 η οποία ανέδειξε και επέβαλε την αισθητική διάσταση του λαϊκού, οι αγράμματοι χωριάτες και όχι οι μορφωμένοι αστοί ήταν εκείνοι που κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα μας και αδιάσπαστη την πολιτισμική ελληνικότητα. Και το έκανε συνδυάζοντας τη νοσταλγία για το ανεπιτήδευτο παρελθόν με τις επιταγές του περίπλοκου και εισαγόμενου μοντερνισμού. Για να καταλάβουμε λοιπόν τι σημαίνει και πώς λειτούργησε αυτή η διόλου απλή, συχνά αντιφατική και επώδυνη κίνηση θα πρέπει να την εντάξουμε σε ένα γενικότερο πλαίσιο αναφοράς που είναι η μετάβαση από την προνεωτερική κοινότητα στη νεωτερική κοινωνία. Το πρώτο μέρος είναι μια περιήγηση στον εννοιολογικό χώρο της νεωτερικότητας ως νοσταλγίας, στο δεύτερο θα ασχοληθούμε με μερικές πτυχές του δημοτικισμού και της λαογραφίας και στο τρίτο θα εξετάσουμε το πώς είδαν το λαό ο μυστικιστής Πικιώνης και ο μοντερνιστής Σεφέρης.
Ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος γεννήθηκε το 1942 στην Τρίπολη. Σπούδασε στην Ελλάδα και στη Γαλλία, και ζει κυρίως στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο BBC. Κείμενά του με θέμα τη νεότερη ελληνική ιστορία έχουν δημοσιευτεί στο εξωτερικό. Συνεργάζεται με το περιοδικό "Σύγχρονα Θέματα" και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία". Από τις εκδόσεις "Ύψιλον" κυκλοφορεί το βιβλίο του "Ο λαμπερός κόσμος των ΜΜΕ: εικόνα, μόδα, διαφήμιση" (2002) και από τις εκδόσεις "Πόλις" το "Διαβάζοντας τον Μακρυγιάννη" (2003).