Πώς η μοναξιά, ο εγωισμός, η στείρα περηφάνεια, αλλά και η πολλή δουλειά που τρώει τον αφέντη, οδηγούν σε δραματικά αδιέξοδα.
Η Άνθη, μοναχοκόρη και παραχαϊδεμένη, τα είχε όλα. Νιάτα, όνομα στη μόδα, έναν άντρα λεβέντη, γεμάτο υπομονή, να κάνει τα πάντα για να τη βλέπει ευτυχισμένη, μια κόρη και τη ζωή αφάγωτη μπροστά της.
Είχε όμως κι ένα χαρακτήρα δεσποτικό, μονοκόμματο, πράγμα αρνητικό για όλ’ αυτά, που την έκανε να τα χάσει όλα. Μεγάλη πια, ζει ολομόναχη σ’ ένα μικρό διαμέρισμα γύρω απ’ την πλατεία Βικτωρίας.
Ανίκανη να βγει έξω, κάθε απόγευμα ντύνεται με τα καλύτερά της, στολίζεται, μυρώνεται, παίρνει την τσάντα της και κάθεται στο παράθυρο. Περιμένει να δει κάναν περαστικό, πράγμα σπάνιο, κυρίως τις πρώτες δεκαπέντε κουφές και άλαλες μέρες του Αυγούστου.
Πλοκή, πόνος, συγκίνηση, χιούμορ, έκτακτες καταστάσεις, όπως ένα έγκλημα πάθους.
Γεννήθηκε στην Καλαμάτα από μητέρα Ζακυνθινιά και πατέρα Μικρασιάτη. Στα χρόνια της δεκαετίας του '60 εγκαταστάθηκε οικογενειακά στην Αθήνα και στη συνέχεια έζησε για μερικά χρόνια στην Ελβετία και στην Ιταλία, όπου και έμαθε την τέχνη της χρυσοχοΐας. Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με την κατασκευή κοσμημάτων, Η σχέση της με τη συγγραφή ξεκίνησε αρκετά πίσω στο παρελθόν αλλά μόνο τα τελευταία χρόνια απέκτησε μια πιο συγκεκριμένη μορφή. Τον Φεβρουάριο του 2005 έλαβε δεύτερη θέση στον 1ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Φιλολόγων Ν. Λάρισας. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί στον περιοδικό τύπο.