Στις ιδιωτικές του συζητήσεις ο Χέλμουτ Πλέσνερ συνήθιζε να χαρακτηρίζει τη μουσική ως summum humanum, ανθρώπινη κορύφωση, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη σημασία της τέχνης αυτής για τη φιλοσοφική ανθρωπολογία και βλέποντας σε αυτήν το κλειδί για την επίλυση αισθητικών και φιλοσοφικών προβλημάτων.
Στην αμιγώς ενόργανη, «καθαρή» μουσική, όπως την αποκαλεί, σε μια μουσική που μπορεί να σταθεί ως τέχνη χωρίς εικόνες και λέξεις, τον ελκύει εκείνη η μοναδική συγχώνευση νοήματος και ήχου, νου και αισθητικότητας, που δείχνει να διαψεύδει τον καρτεσιανό δυισμό στην πράξη. Το να συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο στην επικράτεια μιας αίσθησης, της ακοής, ωθεί τον Πλέσνερ στην αναζήτηση κάτι αντίστοιχου και στην επικράτεια της όρασης. Ανακαλύπτοντάς το στην ευκλείδεια γεωμετρία, στις έμπλεες νοήματος κατασκευές της οποίας συντελείται η ίδια συγχώνευση νου και αισθητικότητας, ο Πλέσνερ είναι βέβαιος πως μεταξύ νου, αισθητικότητας και σωματικής κίνησης –γιατί τέτοιες είναι η μουσική και η ένσκοπη πράξη με τη λανθάνουσα γεωμετρία της– υπάρχουν δομικές αντιστοιχίες τις οποίες η φιλοσοφία δεν μπορεί να αγνοεί.
Ο Helmuth Plessner (1892-1985) σπούδασε Ζωολογία και Φιλοσοφία. Σημαντικά ερεθίσματα πήρε από τους Max Weber και Edmund Husserl. Δίδαξε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας και είχε επαφές με τους κορυφαίους Γερμανούς φιλοσόφους της εποχής (Scheler, Hartmann, Heidegger), που τον οδήγησαν στη Φιλοσοφική Ανθρωπολογία. Εξόριστος από τους Ναζί δίδασκε από το 1936 Κοινωνιολογία στο Groningen της Ολλανδίας, ενώ το 1940 κινδύνευσε από τη γερμανική κατοχή και επέζησε με τη βοήθεια Ολλανδών φίλων και μαθητών. Το 1946 συνέχισε το έργο του ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Groningen. Το 1951 επέστρεψε στη Γερμανία και δίδασκε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Gottingen.