Η ανά τας αρχαίας χώρας της Αιγύπτου, της Ελλάδος και της Ιταλίας περιήγησις, και το ενδιαφέρον περί των ερειπίων αυτών, των καταδεικνυόντων το πρώην μεγαλείον και τον ύψιστον πολιτισμόν, εις ον αφίκοντο, είναι το κύριον μέλημα των περιηγουμένων αυτάς σοφών.
Η Αίγυπτος, η Ελλάς και η Ιταλία, είναι αι πηγαί, εξ ων πάσαι αι γνώσεις ημών ανέβλυσαν, και εν αις δυνάμεθα να μελετήσωμεν τον αρχιτεκτονικόν, γλυπτικόν και εν γένει τεχνικόν κόσμον, ον αποθαυμάζομεν. Τα λείψανα τα καταδεικνύοντα την εντέλειαν εις ην εξίκοντο αι τέχναι και μαρτυρούντα τους διαφόρους σταθμούς της αναπτύξεως, ους διήλθον, πριν φθάσωσιν εις την εαυτών τελειότητα, εμελετήθησαν υπό πολλών διασήμων σοφών και αρχαιολόγων. Αλλά τα πλείστα των συγγραμμάτων τούτων εισίν ογκώδη και πολυδάπανα, και δια τούτο ουχί τοις πάσι προσιτά.
Την δυσχέρειαν ταύτην, όσον αφορά εις τας εν Ελλάδι γενομένας ανασκαφάς, ανεπλήρωσεν ο πρώην μαθητής της ενταύθα Γαλλικής Σχολής, νυν δε καθηγητής εν Nancy, κ. Diehl, δημοσιεύσας εν έτει 1890 υπό τον τίτλον «Excursions archeologiques en Grece» σπουδαίον σύγγραμμα, βραβευθέν υπό της Γαλλικής Ακαδημίας, και μεγάλην παρασχόν τοις επισκεπτομένοις την Ελλάδα υπηρεσίαν, ως περιλαμβάνον εν συντόμω πιστήν έκθεσιν των διαφόρων εν αυτή γενομένων ανασκαφών. Δέκα εν όλω εν αυτώ δημοσιεύονται πραγματείαι, δέκα δε και επτά αιώνων περίοδος εκτίθεται μετά γαλλικής όλως χάριτος, τέρπουσαι και διδάσκουσαι τον αναγνώστην, περί Μυκηνών, Τίρυνθος, Δωδώνης, Ακροπόλεως Αθηνών, Δήλου, ιερού του Πτώου Απόλλωνος, Ολυμπίας, Ελευσίνος, Επιδαύρου και Τανάγρας.
Ουδενός εν τη ημετέρα γλώσση υπάρχοντος οδηγού δια τους επισκεπτομένους τα μέρη ταύτα, πάντων δε ηναγκασμένων να προστρέχωσιν εις Γαλλικούς, Αγγλικούς και Γερμανικούς τοιούτους, ανελάβομεν την μετάφρασιν και έκδοσιν του συγγράμματος τούτου, όπερ δύναται να χρησιμεύση και ως κάλλιστος οδηγός.
Ο Κάρολος Ντιλ (1859-1944), διαπρεπής Γάλλος βυζαντινολόγος, γεννήθηκε στο Στρασβούργο της Αλσατίας. Σπούδασε στο Παρίσι στην Ecole Normale Superieure και στη συνέχεια έμεινε για δυο χρόνια στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με τη ρωμαϊκή και βυζαντινή αρχαιολογία. Έγινε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νανσί και στη συνέχεια καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και αργότερα εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Επισκέφθηκε πολλές χώρες στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική, και δίδαξε δύο εξάμηνα στο Harvard. Ο Ντιλ καλλιέργησε όλους τους κλάδους της Βυζαντινολογίας και με τα βιβλία και τη διδασκαλία του άνοιξε νέους δρόμους στη μελετη του βυζαντινού πολιτισμού. Τα κείμενά του ξεχωρίζουν κυρίως για την ακρίβεια και τη σαφήνειά τους, καθώς και για το ύφος τους. Τα πιο γνωστά έργα του είναι "Η βυζαντινή τέχνη στην Ιταλία της Μεσημβρίας" (1894), "Η βυζαντινή Αφρική" (1896), "Ο Ιουστινιανός και ο βυζαντινός πολιτισμός τον Στ' αιώνα" (1901), "Θεοδώρα, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου" (1904), "Πορτραίτα Βυζαντινών" (1906-1908), "Εγχειρίδιο βυζαντινής τέχνης" (1910), "Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας" (1920), "Η βυζαντινή ζωγραφική" (1933), κ.ά.