Τι να ξέρει για σένα, τώρα, ήλιε μου,
η φθαρμένη τοιχογραφία της Φαιστού
κι η μαντζουράνα στο γυμνό πιθάρι;
Πέρα, στον Αϊ-Γιώργη το Σελλινάρι,
τα μάτια σου αστράφτουν μέσα απ' τα πορτοκαλιά
παράθυρα του τρούλου.
Στο σβησμένο πρόσωπο του ανακτόρου
ιερογλυφικά χελιδόνια ταξιδεύουν, ακόμα,
καβάλα στον κασσίτερο της Κνωσού
κι ο Πρίγκιπας με τα Κρίνα ψάχνει το τελευταίο λουλούδι του
μες στην προβιά των θαμπωμένων ελαιώνων.
Πώς να γράφαν τότε οι άνθρωποι τ' άροτρο και το σινί;
Με το γιώτα ή με το τετράγωνο;
Εσύ το ξέρεις μόνο.
Εσύ
και τ' άπειρο,
που ρίξατε, μαζί, ένα ροδοπέταλο γκρεμού στ'αγρωστώδες Λιβυκό
και τ' ονομάσατε Κρήτη.