Βυζαντινή υψηλή στρατηγική

6ος-11ος αιώνας
Συγγραφέας : Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος
Εκδότης : Ποιότητα
Έτος έκδοσης : 2001
ISBN : 9789607803108
Σελίδες : 313
Κατηγορίες : Βυζαντινή Αυτοκρατορία - Ιστορία - 324-1453 Στρατηγική

25.00 € 17.50 €




Το βιβλίο αυτό είναι ουσιαστικά πρωτοποριακό τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία. Ο συνδυασµός τριών στοιχείων καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σηµαντική τη µελέτη της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής. Πρώτον, το Βυζάντιο αντιµετώπιζε κατά το µείζον µέρος της ιστορίας του τουλάχιστον µια δύναµη στρατιωτικά ισχυρότερή του και ενίοτε περισσότερες από µία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η µακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναµη στην ιστορία του δυτικού πολιτισµού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισµό του σε µεγάλες απολίτιστες ή ηµιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του µε συνέπειες που συνεχίζουν και σήµερα να επηρεάζουν τις πολιτισµικές παραδόσεις ενός σηµαντικού µέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής µάζας.

Περιεχόμενα:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΥΨΗΛΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
  • Εισαγωγή
  • Οι διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής στον πόλεµο
  • Μακροσκοπικές υψηλές στρατηγικές: Ιδεατοί τύποι
  • Μεικτές µακροσκοπικές υψηλές στρατηγικές
  • Κριτήρια αξιολόγησης της υψηλής στρατηγικής
  • Η βυζαντινή περίπτωση
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΜΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
  • Εισαγωγή
  • Αίγυπτος
  • Μέση Ανατολή
  • Υπερκαυκασία
  • Ευρασιατική Στέπα
  • Βαλκάνια και κεντρική Ευρώπη
  • Δυτική Μεσόγειος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ΥΨΗΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ: 6ος ΑΙΩΝΑΣ
  • Εισαγωγή
  • Διεθνής καταµερισµός ισχύος
  • Στρατιωτική ανάσχεση και επέκταση
  • Βυζαντινή κοινοπολιτεία και συµµαχίες
  • Εξισορροπητικοί ελιγµοί
  • Κατευνασµός
  • Συµπεράσµατα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΠΕΡΣΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 603-628
  • Εισαγωγή
  • Η υψηλή στρατηγική του Ηρακλείου
  • Στρατιωτική στρατηγική
  • Συµµαχίες
  • Εξισορροπητικοί ελιγµοί
  • Συµπεράσµατα
KΕΦΑΛΑΙΟ 6. Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΚΡΗΞΗ: 630-718
  • Εισαγωγή
  • Ο νέος διεθνής καταµερισµός ισχύος
  • Μετεξέλιξη κοινωνίας και κράτους
  • Ανάσχεση: στρατιωτική και ναυτική στρατηγική
  • Συµµαχίες στο αραβικό µέτωπο
  • Δευτερεύοντα µέτωπα: Βαλκάνια και Δύση
  • Συµπεράσµατα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΟΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ: 718-843
  • Εισαγωγή
  • Διεθνής καταµερισµός ισχύος
  • Ανάσχεση και επέκταση: στρατιωτική στρατηγική
  • Ναυτική στρατηγική
  • Ρήξη µε τη λατινική Δύση
  • Συµµαχίες και κατευναστικές πολιτικές
  • Συµπεράσµατα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ: 843-956
  • Εισαγωγή
  • Διεθνής καταµερισµός ισχύος
  • Ανάσχεση και επέκταση: στρατιωτική στρατηγική
  • Ναυτική στρατηγική
  • Συµµαχίες και «βυζαντινή κοινοπολιτεία»
  • Η περίπτωση της Βουλγαρίας
  • Εξισορροπητικοί ελιγµοί και περιφερειακές ισορροπίες
  • Κατευνασµός
  • Συµπεράσµατα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΗΓΕΜΟΝΙΑΣ: 959-1025
  • Εισαγωγή
  • Διεθνής καταµερισµός ισχύος
  • Η στρατηγική του στρατιωτικού επεκτατισµού
  • Η εσωτερική σύγκρουση
  • Συµµαχίες και «βυζαντινή κοινοπολιτεία»
  • Εξισορροπητικές πολιτικές
  • Κατευνασµός
  • Συµπεράσµατα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ 11ου ΑΙΩΝΑ


Κριτικές:

Εάν µελετήσει κανείς την ιστορία, θα δει πως όλες οι µεγάλες δυνάµεις πέρασαν από φάσεις ανόδου και πτώσης. Καµία υπερδύναµη, είτε της αρχαιότητας είτε του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης και αργότερα του Διαφωτισµού και της Βιοµηχανικής εποχής, δεν µπόρεσε να ξεφύγει από τον κανόνα της ιστορίας που θέλει νοµοτελειακά φάσεις ακµής και παρακµής. Ως εκ τούτου το ενδιαφέρον ενός µελετητή εστιάζεται στη διάρκεια της ακµής ενός βασιλείου, µιας αυτοκρατορίας, ενός κράτους, καθώς και στους παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτή τη φάση ανόδου και ανάπτυξης. Το Βυζάντιο, τουλάχιστον για την ευρωπαϊκή ιστορία, αποτελεί τη µακροβιότερη «υπερδύναµη» που πρωταγωνίστησε για περισσότερο από
πεντακόσια χρόνια.
Ποιοι είναι όµως οι παράγοντες που έκαναν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ανίκητη για αιώνες παρά το γεγονός ότι πολλές φορές ήρθε αντιµέτωπη µε περισσότερους του ενός εχθρούς; Ο επίκουρος καθηγητής στρατηγικών µελετών του Παντείου πανεπιστηµίου Χαράλαµπος Παπασωτηρίου προσεγγίζει το φαινόµενο Βυζαντινή αυτοκρατορία από τη σκοπιά των διεθνών σχέσεων και ειδικότερα της υψηλής στρατηγικής. Δηλαδή αναλύει το σύνολο των σχέσεων του Βυζαντίου µε το διεθνή περίγυρό του χωρίς να περιορίζεται στις καθαρά στρατιωτικές συγκρουσιακές σχέσεις, αλλά περιλαµβάνοντας και τους µη στρατιωτικούς παράγοντες που καθορίζουν την πορεία και την έκβαση ενός πολέµου. Με βάση αυτή την αρχή ο συγγραφέας του βιβλίου διατυπώνει την άποψη ότι η υψηλή στρατηγική των Βυζαντινών αναπτύχθηκε πάνω σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, τα βυζαντινά στρατεύµατα ανέπτυξαν παραδόσεις στρατηγικής και τακτικής που στηρίζονταν στην οικονοµία δυνάµεων και στην επίτευξη στόχων ει δυνατόν χωρίς αιµατηρές συγκρούσεις, κυρίως σε περιπτώσεις που αντιµετώπιζαν εχθρούς µε υπέρτερη στρατιωτική ισχύ. Δεύτερον, το Βυζάντιο προώθησε µια διεθνή τάξη που βασιζόταν στην εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισµού και σε πλέγµατα συµµαχιών µε δυνάµεις σε µια ευρύτερη περιοχή. Η εξάπλωση του βυζαντινού πολιτισµού και οι συµµαχίες στις οποίες προχώρησε ενίσχυσαν τη διεθνή επιρροή και ακτινοβολία του, διαµορφώνοντας ένα λιγότερο εχθρικό διεθνές περιβάλλον. Τρίτον, το Βυζάντιο ανέπτυξε εντυπωσιακές µεθόδους διεθνών εξισορροπήσεων, προκαλώντας αντιπερισπασµούς στους αντιπάλους του και επικρατώντας µέσω του «διαίρει και βασίλευε». Όπως τονίζει στην ανάλυσή του ο Χ. Παπασωτηρίου, που µελέτησε τους τρεις αυτούς πυλώνες από την εποχή του Ιουστινιανού (16ος αιώνας) µέχρι την εποχή του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου ( 11ος αιώνας), η βυζαντινή υψηλή στρατηγική στηρίχθηκε σε έναν αποτελεσµατικό κρατικό µηχανισµό που εξασφάλιζε διοικητική συνοχή και υλικούς πόρους για την υποστήριξη των στρατευµάτων και της διπλωµατίας.
Περιοδικό Θητεία
Το βιβλίο του Χαράλαµπου Παπασωτηρίου Βυζαντινή υψηλή στρατηγική (6ος -11ος αιώνας) είναι κατά τη γνώµη µου από τις µελέτες – κλειδιά στη διεθνή βιβλιογραφία, τόσο για τις σπουδές στρατηγικής όσο και για τις βυζαντινές σπουδές. Έχει τις προδιαγραφές να λειτουργήσει ως βασικό βιβλίο αναφοράς και στους δύο αυτούς γνωστικούς χώρους σε διεθνές επίπεδο. Για τον Έλληνα αναγνώστη και για τη συγκρότηση ελληνικής στρατηγικής και διπλωµατίας στις συγκεκριµένες σήµερα συνθήκες του διεθνούς συστήµατος, θα έλεγα ότι το βιβλίο αποτελεί κεφαλαιώδες αλφαβητάρι.
Πρόκειται για επανεπεξεργασία της διδακτορικής διατριβής του συγγραφέα στο τµήµα Πολιτικής Επιστήµης του πανεπιστηµίου του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια – διατριβή που ακολούθησε τις βασικές σπουδές στην Οξφόρδη. Δηλαδή για µελέτη σφυρηλατηµένη σε περιβάλλοντα εξαιρετικά υψηλών ακαδηµαϊκών απαιτήσεων, γι’ αυτό και ελπίζω ιδιαίτερα ανθεκτική ακόµα και στην ελληνική «προοδευτική» δυσπιστία για ό,τι απειλεί την αγκύλωση στις προπαγανδιστικές περί Βυζαντίου αφέλειες.
Διαβάζει (ή ξαναδιαβάζει) κανείς την ιστορία έξι αιώνων της εξελληνισµένης Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώµης – Κωνσταντινουπόλεως από πρίσµα συναρπαστικό σύγχρονης επιστηµονικής οπτικής: αυτό της σπουδής των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής ανάλυσης. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώµης αποτέλεσε το µακροβιότερο κέντρο διεθνούς ισχύος και επιρροής στην ανθρώπινη ιστορία – µε µοναδικό αντίστοιχο φαινόµενο στην Άπω Ανατολή, την Κίνα. Επί χίλια περίπου χρόνια η οικουµενική αυτή αυτοκρατορία αποτελούσε για τη διεθνή κοινωνία τον µόνο παράγοντα πολιτικής νοµιµοποίησης – κάθε ανεξάρτητος ηγεµόνας, σε Ανατολή και Δύση, επεδίωκε την επιβεβαίωση του διεθνούς του status από την Κωνσταντινούπολη, όπως σήµερα την επιδιώκει από τον ΟΗΕ.
Το βιβλίο τεκµηριώνει την άποψη ότι η Κωνσταντινούπολη κράτησε τη σκυτάλη της πρωτιάς στη διεθνή πολιτική επί δέκα αιώνες, γιατί συνέδεε την πολιτειακή της υπόσταση και την πολιτική της πρακτική µε τον στόχο όχι απλώς µιας «εθνικής» επιβίωσης, πολεµικής υπεροχής ή οικονοµικής ηγεµονίας, αλλά µε τη διεθνή ισχύ και επιρροή του πολιτισµού που ενσάρκωνε. Ακόµα και στις πιο δύσκολες περιόδους εδαφικής συρρίκνωσης, πληθώρας εξωτερικών απειλών και οικονοµικής εξάντλησης, η κοινωνία και τα στελέχη της διατηρούσαν τη νοοτροπία διαχείρισης ενός πολιτισµού πανανθρώπινης εµβέλειας. Αυτή η νοοτροπία αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα της υψηλής στρατηγικής, της διπλωµατίας και της εκπληκτικής προσαρµοστικότητας των κρατικών δεσµών, µε αποτέλεσµα την αµείωτη υπεροχή των διεθνών ερεισµάτων και της πολιτικής ισχύος της αυτοκρατορίας.
Πολιτικό δίδαγµα άκρως ρεαλιστικό για το σηµερινό ελλαδικό κράτος που απωθεί µετά βδεληγµίας οποιαδήποτε σχέση πολιτικής και πολιτισµού, πολιτισµού και ελληνικότητας. Αξίζει να συγκρίνει κανείς, µέσα από τις σελίδες της µελέτης του Παπασωτηρίου, την πολιτική νοοτροπία και τακτική της Κωνσταντινούπολης (σε περιόδους έσχατης κρατικής αδυναµίας) απέναντι στις τότε µεγάλες δυνάµεις των Περσών ή των Αράβων, µε τη νοοτροπία της υποτέλειας και του µεταπρατισµού του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Χιλιοειπωµένα πράγµατα: Σήµερα δεν µπορούµε να αναχαιτίσουµε ούτε την πλύση εγκεφάλου που µας επιβάλλει η κυρίαρχη στον δηµόσιο λόγο αγραµµατοσύνη, διαστρέφοντας πεισµατικά ακόµα και τους κοινούς τόπους της έντιµης ιστορικής έρευνας. Δεν υπαρχεί περιθώριο να αντλήσουµε από το «Βυζάντιο» αρχές και υποδείγµατα πολιτιστικής διπλωµατίας και πολιτικής στρατηγικής, το «Βυζάντιο» είναι για εµάς τους Νεοέλληνες ντροπή: αιώνες σκοταδισµού θρησκοληψίας και κληρικοκρατίας, µανίας για αφανισµό του ελληνικού πολιτισµού, καταστροφής αρχαιοελληνικών ναών, αγαλµάτων, χειρογράφων (που µεταβάλλονται σε παλίµψηστα για την καταστροφή της ανθελληνικής υστερίας). Ο δηµόσιος στην Ελλάδα λόγος έχει υιοθετήσει απόλυτα το προπαγανδιστικό µοτίβο των θεωρητικών του αµερικανικού Πενταγώνου ότι το αρχαίο ελληνικό πνεύµα επέζησε µόνο στη Δυτική Ευρώπη (του µεσαιωνικού φραγκοτευτονικού πρωτογονισµού) και όχι στο «Βυζάντιο».
Αυτές οι θέσεις παιδαγωγούν πολιτιστικά και πολιτικά τον Νεοέλληνα σήµερα, ωσάν να είναι ανύπαρκτες οι µελέτες και τα συµπεράσµατα κορυφαίων στον διεθνή επιστηµονικό χώρο µελετητών που κονιορτοποιούν, κυριολεκτικά, τέτοια προπαγανδιστικά στερεότυπα. Νιώθει αµηχανία κανείς να υποδείξει σε σεβαστά ονόµατα της νεοελληνικής διανόησης ότι καλό θα ήταν, προτού εκτεθούν µε απορριπτικούς του «Βυζαντίου» αφορισµούς, να είχαν έστω και µόνο ξεφυλλίσει κάποιο από τα κλασικά βιβλία του Runciman ή του Toybee ή του Jones ή του Obolensky ή του Beck ή της Hussey ή του Ostogorsky.
Το πρόσφατο βιβλίο του Χαράλαµπου Παπασωτηρίου είναι ένας καλός οδηγός ανυποταξίας στη συµπλεγµατική κατασυκοφάντηση του «βυζαντινού» παρελθόντος των Ελλήνων από τους σύγχρονους ταγούς του λαού µας. Στις σελίδες του θα βρει ο αναγνώστης αφορµές (ή και απαντήσεις) καίριων ερωτηµάτων: Πώς και γιατί κυριάρχησε διεθνώς η χονδροειδέστερη στα ιστορικά χρονικά πλαστογράφηση: να ονοµαστεί, στον 18ο αιώνα, το «Βυζάντιο» η εξελληνισµένη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία της Νέας Ρώµης. Πώς και σε ποια στάδια συντελέστηκε ο πολιτιστικός και γλωσσικός εξελληνισµός της αυτοκρατορίας. Πώς και µε ποιους αργόσυρτους ρυθµούς άρχισαν να τετραποδίζουν στον πολιτισµό µιµούµενοι το «Βυζάντιο» οι λαοί που σε κατάσταση ορδής και πρωτογονισµού κατέλυσαν τη Δυτική Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της, βυθίζοντας το µεγαλύτερο µέρος της Ευρώπης σε ανατριχιαστική για αιώνες βαρβαρότητα.
Θα βρει ακόµα ο αναγνώστης πληροφορίες για τον «σοσιαλιστικό» (ο όρος είναι του Runciman) χαρακτήρα της «βυζαντινής» κοινωνίας, τον συνεχή αγώνα της κεντρικής εξουσίας ενάντια στη µεγάλη ιδιοκτησία, το «αλληλέγγυον» της συλλογικής φορολόγησης, την εκπληκτική κοινωνική κινητικότητα και αταξικη αξιοκρατία. Για την πολεµική στρατηγική και τεχνολογία των «βυζαντινών», µε µοναδική ευελιξία προσαρµογής στην ιδιαιτερότητα του κάθε αντιπάλου. Για τις συνεχείς εκσυγχρονιστικές µεταρρυθµίσεις των κοινωνικών θεσµών και της κρατικής διοίκησης. Αν η σύγχρονη Ελλάδα δεν είχε τόσο ριζικά και ανίατα αφελληνιστεί, οι βυζαντινές σπουδές θα αποτελούσαν κεφαλάρι της ελληνικής πολιτιστικής επιστήµης.
Χρήστος Γιανναράς, εφηµερίδα Καθηµερινή
Ένα βιβλίο βασισµένο σε πλούσια ελληνική και ξένη βιβλιογραφία που βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τι ήταν το Βυζάντιο για το οποίο τόσες παρεξηγήσεις δυστυχώς έχουν δηµιουργηθεί από ηµεδαπούς και αλλοδαπούς, να αντιληφθεί πώς απέβη η «µακριοβιότερη πρωταγωνιστική δύναµη στην ιστορία του δυτικού πολιτισµού» και πώς µπόρεσε αντιµετωπίζοντας συχνά περισσότερες από µια δυνάµεις στρατιωτικά ισχυρότερές του «να εξαπλώσει τον πολιτισµό του µε συνέπειες που συνεχίζουν ως σήµερα να επηρεάζουν τις πολιτισµικές παραδόσεις ενός σηµαντικού µέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής µάζας». Τη στρατηγική αυτή εξετάζει το βιβλίο αυτό από τον 6ο έως τον 11ο αιώνα στα δέκα κεφάλαιά του, που καταγίνονται µε τη θεώρηση υψηλής στρατηγικής του, τη µεταφορά από τη Ρώµη στο Βυζάντιο, το διεθνές περιβάλλον του Βυζαντίου, την υψηλή στρατηγική του Ιουστινιανού (6ος αιώνας), το µεγάλο βυζαντινο- περσικό πόλεµο (603-628), την αραβική έκρηξη (630-718), τις λύσεις των εικονοµάχων (718-843), την άνοδο της βυζαντινής ηγεµονίας (843-959), το αποκορύφωµά της (959-1025)και την κατάρρευσή της (11ος αιώνας).
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η σύγκρουση που επιχειρείται της εξέλιξης της υψηλής στρατηγικής του Βυζαντίου µε τη νεότερη ιστορία, από την οποία αναδεικνύεται η διαχρονική σηµασία της µεγάλης παράδοσης της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής. Κατά τον 17ο και 18ο αιώνα η υψηλή στρατηγική των ευρωπαϊκών δυνάµεων παρουσίαζε αναλογίες µε τη βυζαντινή παράδοση όσον αφορά τις ευέλικτες εξισορροπήσεις όχι όµως όσον αφορά στις άλλες διαστάσεις της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής». Το έργο είναι λεπτοµερώς τεκµηριωµένο.
Εφηµερίδα Τύπος της Κυριακής
Το βιβλίο του Χαράλαµπου Παπασωτηρίου βασίζεται στην διδακτορική διατριβή του και σε µελέτη και έρευνα της βυζαντινής διπλωµατίας και στρατηγικής. Σκοπός του βιβλίου είναι: να παρουσιάσει µια νέα θεωρία περί υψηλής στρατηγικής και να αναλύσει, µε βάση τη θεωρία αυτή και συναφή θεωρητικά εργαλεία της επιστήµης των διεθνών σχέσεων και της στρατηγικής αναλύσεως, τη βυζαντινή υψηλή στρατηγική από τον 6ο µέχρι τον 11ο αιώνα. Η µεγάλη παράδοση της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής αποτελεί πολύτιµη πηγή για την άντληση διαχρονικής γνώσεως στην επιστήµη των διεθνών σχέσεων.
Η ιδιαιτερότητα της βυζαντινής περιπτώσεως συγκριτικά µε άλλες, όπως για πραάδειγµα της Μ. Βρετανίας κατά το µεσοπόλεµο και των ΗΠΑ στη συνέχεια πηγάζει κατά το συγγραφέα, από τον συνδυασµό τριών στοιχείων:
Πρώτον, το Βυζάντιο αντιµετώπιζε κατά το µεγαλύτερο µέρος της Ιστορίας του τουλάχιστον µια δύναµη στρατιωτικά ισχυρότερή του και µερικές φορές περισσότερες από µία.
Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρόλα αυτά η µακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναµη στην Ιστορία του Δυτικού πολιτισµού.
Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισµό του σε µεγάλες απολίτιστες ή ηµιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του µε συνέπειες που συνεχίζουν σήµερα να επηρεάζουν τις πολιτισµικές παραδόσεις ενός σηµαντικού µέρους της ευρασιατικής ηπερωτικής µάζας.
Ο συνδυασµός των τριών αυτών στοιχείων καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σηµαντική τη µελέτη της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής. Ένα από τα εντυπωσιακότερα χαρακτηριστικά της ήταν ο συνδυασµός της µακροπρόθεσµης προσήλωσης στην οικουµενική τους ιδεολογία µε τη βραχυπρόθεσµη πολιτική ευελιξία.
Το µακροβιότερο επίτευγµα της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ήταν η προώθηση µιας διεθνούς τάξης, βασισµένης στον βυζαντινό πολιτισµό, που εξέφραζε τον αταλάντευτο ιδεολογικό οικουµενισµό του Βυζαντίου.
Η διαχρονική σηµασία της µεγάλης παράδοσης της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής αναδεικνύεται µέσω της σύγκρισής της µε την εξέλιξη της υψηλής στρατηγικής κατά την νεώτερη ιστορία. Τη σύγκριση αυτή καταγράφει και αναλύει στο πόνηµά του ο συγγραφέας µε σειρά ιστορικών παραδειγµάτων.
Το βιβλίο κυκλοφορεί σε µια καλαίσθητη έκδοση 325 σελίδων και περιλαµβάνει κατ’ αρχήν τον πρόλογο, όπου αναφέρετεται ο σκοπός και οι λόγοι που οδήγησαν το συγγραφέα στη µελέτη της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής και ακολουθούν δέκα κεφάλαια µε επί µέρους συµπεράσµατα:
  • Θεωρία της Υψηλής Στρατηγικής
  • Το διεθνές περιβάλλον στο Βυζάντιο
  • Η υψηλή στρατηγική του Ιουστινιανού:6ος αιώνας
  • Ο µεγάλος Βυζαντινοπερσικός Πόλεµος 603-628
  • Η αραβική έκρηξη: 630-718
  • Οι λύσεις των εικονοµάχων: 718-843
  • H άνοδος της Βυζαντινής ηγεµονίας: 843-959
  • Το αποκορύφωµα της Βυζαντινής Ηγεµονίας: 959-1025
  • Επίλογος: η κατάρρευση – 11ος αιώνας
Το πόνηµα ολοκληρώνεται µε τα «Γενικά Συµπεράσµατα» του συγγραφεά-ερευνητού, την πλούσια βιβλιογραφία και το ευρετήριο ελληνικών όρων και ονοµάτων, καθώς και ευρετήριο ξένων ονοµάτων.
Το βιβλίο του κ. Χ. Παπασωτηρίου, προϊόν µακροχρόνιας µελέτης και έρευνας, αποτελεί σηµαντικό βοήθηµα στην ανάλυση κρίσιµων ζητηµάτων στρατηγικής και διπλωµατίας.
Αντιστράτηγος ε.α. Απόστολος Μπούρος, Εθνικές Επάλξεις
Από τις Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ εκδόθηκε µια ενδιαφέρουσα µελέτη από τον καθητηγή του Παντείου Πανεπιστηµίου Χαράλαµπο Παπασωτηρίου µε τίτλο Βυζαντινή υψηλή στρατηγική. Η περίοδος που αναλύεται στο συγκεκριµένο πόνηµα ξεκινά από τον 6ο αιώνα, την εποχή δηλαδή του Ιουστινιανού, και καταλήγει στην δύση της Μακεδονικής δυναστείας τον 11ο αιώνα. Αναµφισβήτητα τα ιστορικά γεγονότα που λαµβάνουν χώρα στην συγκεκριµένη περίοδο, που αποτελεί και το µεγαλύτερο τµήµα της ιστορικής διαδροµής της «Ανατολικής Ρωµαϊκής αυτοκρατορίας», ή Βυζαντινής όπως τελικά βαφτίστηκε από την δυτική ιστοριογραφία και παρέµεινε τελικά ως η επίσηµη ονοµασία της, είναι γενικά γνωστή. Η συµβολή όµως του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια επεξήγησης και ανάδειξης των πολιτικών και στρατιωτικών συµβάντων µε κλειδί τις θεωρίες της ρεαλιστικής σχολής των διεθνών σχέσεων. Η στρατηγική ανάλυση διαπερνά όχι µόνο τις κινήσεις στο στρατιωτικό επίπεδο αλλά όλες τις παραµέτρους και τους παράγοντες που επιδρούν στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό σηµαίνει όµως ότι περιλαµβάνει την στρατιωτική στρατηγική, την οικονοµική διάσταση, την εσωτερική πολιτική, την διεθνή νοµιµοποίηση και την διπλωµατία.
Για την κατανόηση του τρόπου προσέγγισης των δεδοµένων ο συγγραφέας παραθέτει µια εκτεταµένη εισαγωγή µε την ανάλυση της θεωρίας της υψηλής σρατηγικής που αποδεικνύει την διαχρονικότητα του πυρήνα των βασικών παραγόντων που διαµορφώνουν την υψηλή στρατηγική, πράγµα που αποδεικνύεται και από τις συγκρίσεις µε διαφορετικές ιστορικές εποχές και ηγετικές δυνάµεις όπως την Ιαπωνία του 17ου αιώνα, την Γαλλία του 18ου αιώνα, την Βρετανική αυτοκρατορία, αλλά και τις ΗΠΑ µε την Σοβιετική Ένωση στην σύγχρονη εποχή. Σίγουρα θα προκαλέσει την έκπληξη στον αναγνώστη η ευελιξία στην άσκηση πολιτικής από τη Βυζαντινή ηγεσία που περιλαµβάνει όλους τους τρόπους προώθησης των στρατηγικών στόχων που ακολουθούνται πια από τις σύγχρονες κρατικές οντότητες.
Η ιδιαιτερότητα, βέβαια, της βυζαντινής περίπτωσης σύµφωνα µε τον κ. Παπασωτηρίου «πηγάζει από τον συνδυασµό τριών στοιχείων: Πρώτον το Βυζάντιο αντιµετώπιζε κατά το µεγαλύτερο µέρος της ιστορίας του µία δύναµη στρατιωτικά ισχυρότερή του, και ενίοτε περισσότερες από µία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η µακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναµη στην ιστορία του δυτικού πολιτισµού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισµό του σε µεγάλες απολίτιστες ή ηµιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του µε συνέπειες που συνεχίζουν σήµερα να επηρεάζουν τις πολιτιστικές παραδόσεις ενός σηµαντικού µέρους της ευρωασιατικής ηπερωτικής µάζας».
Παράλληλα πρέπει να παρατηρήσουµε ότι πλέον η ενασχόληση µε την Βυζαντινή αυτοκρατορία επιστηµόνων από διαφορετικούς κλάδους, στην πραγµατικότητα, καταξιώνει µια ιστορική περίοδο που συκοφαντήθηκε και παραµερίστηκε, εν πολλοίς εσκεµµένα, από την δυτική και ντόπια ιστοριογραφία (µε φωτεινές εξαιρέσεις), και είναι πράγµατι άξιο απορίας πως µπορεί να διαγραφούν µε µανιχαϊστικά σχήµατα πάνω από χίλια χρόνια ενός πολιτισµού και µιας αυτοκρατορίας. Ο συνεκτικός κορµός κάθε οντότητας βρίσκεται στο εσωτερικό πολιτισµικό κορµό του που τροφοδοτεί ακατάπαυστα την ζωτικότητά του. Η ανάλυση της πόλης-κράτους στην αρχαία Ελλάδα, του Βυζαντίου ή της Κίνας, για παράδειγµα, πάει αντάµα µε τον Όµηρο, τους πατέρες της Εκκλησίας ή τον Κοµφούκιο αντίστοιχα. Εκεί δοκιµάζονται όλες οι ηγεµονικές δυνάµεις, και κατά πόσο το οικουµενικό τους όραµα εµπνέει τους λαούς των περιοχών της επιρροής τους (όπως οι ΗΠΑ, που εµφανίζονται ως συγκριτικό δείγµα στο βιβλίο αρκετά συχνά). Αναφέρει συγκεκριµένα ο Παπασωτηρίου «το µακροβιότερο επίτευγµα της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ήταν η προώθηση µιας διεθνούς τάξης, βασισµένης στον βυζαντινό πολιτισµό, που εξέφραζε τον αταλάντευτο ιδεολογικό οικουµενισµό του Βυζαντίου».
Ταυτόχρονα, όµως, είναι επιτακτική ανάγκη να αναδεικνύονται όλες οι πλευρές της κοινωνικής και προσωπικής ζωής όχι µόνο για την κατανόηση της ιστορικής εποχής αλλά κυρίως για την εξαγωγή των χρήσιµων συµπερασµάτων για τις παρούσες συνθήκες. Χωρίς την κατανόηση των συσχετισµών και των µεταλλαγών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία είναι αδύνατον να κατανοήσουµε και την σηµερινή θέση της Ελλάδας –και των όµορων βαλκανικών χωρών– στην δεδοµένη γεωπολιτική περιοχή και ακόµη βέβαια µέγιστο µέρος των πηγών των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων του σύγχρονου Έλληνα.

Σ.Δ, Άρδην
Μπορεί οι Στρατηγικές Σπουδές (Strategic Studies), ως ξεχωριστός κλάδος των Διεθνών Σχέσεων, να αποτελούν σήµερα ένα από τα πλέον αναπτυσσόµενα και εξελισσόµενα πεδία της διεθνολογικής σκέψης, ωστόσο στην Ελλάδα µόνο την τελευταία δεκαετία, ένα ακόµη από τα πολλά παράδοξα της ελληνικής περίπτωσης, στο βαθµό που οι ΣΣ υπήρξαν προϊόν του Ψυχρού Πολέµου και της στρατηγικής της πυρηνικής αποτροπής (nuclear deterrenc), έτυχαν ιδιαίτερης-συστηµατικής µεταχείρισης από την εγχώρια διεθνολογική κοινότητα. Το βιβλίο του Χαράλαµπου Παπασωτηρίου Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική 6ος –11ος αιώνας έρχεται να εµπλουτίσει και να καλύψει τα ενδηµικά κενά της ελληνικής στρατηγικής σκέψης, στρέφοντας το φως της ανάλυσης στο Βυζάντιο. Ωστόσο, η µελέτη του Χ. Παπασωτηρίου δεν είναι απλά µία ακόµη περιπτωσιολογική µελέτη (case study), αλλά µία συµβολή στη θεωρητική εδραίωση και ανέλιξη της στρατηγικής ανάλυσης τόσο στη χώρα µας όσο και διεθνώς.
Στο πρώτο από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου του ο συγγραφέας παραθέτει µε εύληπτο και σαφή τρόπο τα κύρια αναλυτικά εργαλεία της στρατηγικής προσέγγισης, συνοψίζοντας έτσι σε µεγάλο βαθµό τα βασικά σηµεία του θεωρητικού προτάγµατος της Υψηλής Στρατηγικής (Grand Strategy). Η ΥΣ διευρύνει την παραδοσιακή στρατηγική του πολέµου, τη λεγόµενη στους κύκλους των Ενόπλων Δυνάµεων και στρατιωτική στρατηγική, προσδίνοντας στη µονοδιάστατη πολεµο-κεντρική (warcentred) στρατηγική ανάλυση το απαραίτητο µακροσκοπικό υπόβαθρο των µη- στρατιωτικών συντελεστών της ισχύος (στρατηγική µε επίκεντρο την ισχύ). Η προβληµατική της ΥΣ αναβαθµίζει σηµαντικά το γνωστικό αντικείµενο των ΣΣ, στο βαθµό που συνδέει οργανικά µέσα στο ίδιο θεωρητικό πλαίσιο την ανάλυση των πολέµων ή του συγκρουσιακού στοιχείου της Ιστορίας της Ανθρωπότητας µε τις µακροσκοπικές Υψηλές Στρατηγικές των κρατών σε περιόδους ειρήνης και πολέµου, οι οποίες δεν εξαντλούνται στην αντιπαράθεση της ένοπλης ισχύος, αλλά λαµβάνουν υπόψη τους και τις κοινωνικο-οικονοµικές, πολιτικές, ιδεολογικές, διπλωµατικές και διεθνείς διαστάσεις της διακρατικής αντιπαράθεσης.
Συγκεκριµένα, η υψηλή στρατηγική της ένοπλης σύρραξης ως η αλληλεπίδραση δύο αντίπαλων θελήσεων που χρησιµοποιούν βία, για να επιλύσουν τη διένεξή τους έχει σύµφωνα µε το συγγραφέα πέντε βασικές διαστάσεις:
  • Στρατιωτική στρατηγική. Αναφέρεται στη χρήση ένοπλης βίας σε ξηρά, θάλασσα και αέρα και αποσκοπεί στην προώθηση των πολιτικών στόχων του πολέµου.
  • Οικονοµική διάσταση. Περιλαµβάνει τα υλικά µέσα των πολεµικών επιχειρήσεων (εξοπλισµό/επιµελητεία) και την υπονόµευση της οικονοµικής υποστήριξης των ενόπλων δυνάµεων του αντιπάλου.
  • Εσωτερική πολιτική. Η διάσταση της εσωτερικής πολιτικής είναι συνάρτηση του πολιτικού συστήµατος και των πολιτικών σκοπών του πολέµου και σηµατοδοτεί την ανοχή/νοµιµοποίηση του πολεµικού εγχειρήµατος στην κοινή γνώµη.
  • Διεθνής νοµιµοποίηση. Αντανακλά τις επικρατούσες διεθνείς αξίες/ιδεολογίες και αποσκοπεί στον επηρεασµό τρίτων δυνάµεων προς τους εµπολέµους.
  • Διπλωµατία. Η διαφορά της διπλωµατίας από τη διεθνή νοµιµοποίηση είναι ότι η διπλωµατία βασίζεται στον υπολογισµό του εθνικού συµφέροντος του κράτους και όχι στις γενικές αξίες που διέπουν το διεθνές σύστηµα.
Η σύνδεση της µακροσκοπικής ΥΣ µε τις διαστάσεις της υψηλής στρατηγικής στον πόλεµο γίνεται µε τη βοήθεια τεσσάρων ιδεότυπων αρχέτυπων στρατηγικών. Στρατηγική της στρατιωτικής ανάσχεσης-επέκτασης. Κεντρικό χαρακτηριστικό της είναι η χρήση ή απειλή ένοπλης βίας. Στην περίπτωση της ανάσχεσης συνεπάγεται αποτροπή/απόκρουση του εχθρού, ενώ στην περίπτωση της επέκτασης συνεπάγεται εξαναγκασµό/επεκτατικό πόλεµο. Τα µειονεκτήµατα της στρατηγικής αυτής είναι το µεγάλο βάρος για τις ένοπλες δυνάµεις, η πρόκληση διληµµάτων ασφαλείας, η αφαίµαξη της οικονοµίας και η πιθανή εξάντληση της ανοχής του πληθυσµού.
  • Στρατηγική των συµµαχιών. Στηρίζεται στην ένωση µερικών δυνάµεων για την επίτευξη κοινών στόχων. Το µειονέκτηµά της είναι ότι περιορίζει την ελευθερία δράσης των συµµετεχόντων κρατών.
  • Στρατηγική των εξισορροπήσεων. Η ουσία της στρατηγικής αυτής είναι η ευελιξία στους συσχετισµούς µεταξύ των δυνάµεων, ώστε να εξουδετερώνεται κάθε φορά η ανάδυση µίας ηγεµονικής δύναµης (σύστηµα ισορροπίας της ισχύος).
  • Στρατηγική του κατευνασµού. Αποσκοπεί στη µείωση των διεθνών συγκρούσεων µέσω µονοµερών ή αµοιβαίων υποχωρήσεων ή προσαρµογών. Τα µειονεκτήµατά της έγκεινται αφενός στο περίφηµο «σύνδροµο» Chamberlain (ο κατευνασµός ως ένδειξη αδυναµίας), αφετέρου στο ενδεχόµενο να εκλειφθεί η συµφωνία από την κοινή γνώµη ως «ξεπούληµα».
Τέλος, η θεωρία της ΥΣ, αφού προηγουµένως ο συγγραφέας παραθέτει πέντε ιστορικά ενδεικτικές περιπτώσεις µεικτών µακροσκοπικών υψηλών στρατηγικών µε όλα τα πλεονεκτήµατα και τα µειονεκτήµατά τους, ολοκληρώνεται µε την ανάπτυξη πέντε κριτηρίων αξιολόγησής της, τα οποία έχουν διαχρονική εφαρµογή και αξία:
  • Καταλληλότητα. Η ΥΣ είναι επιτυχηµένη µόνο όταν µπορεί να προσαρµόζεται κατάλληλα στις ευκαιρίες και στις απειλές του διεθνούς περιβάλλοντος, καθώς επίσης και στις εσωτερικές πολιτικές συνθήκες.
  • Εσωτερική συνοχή. Η επιτυχία της ΥΣ είναι συνάρτηση της εσωτερικής λογικής της.
  • Αποδοτικότητα. Αφορά στο εάν και κατά πόσον τα µέσα της ΥΣ προωθούν τους πολιτικούς της σκοπούς µε την οικονοµικότερη δυνατή χρήση πόρων.
  • Συσχετισµός ικανοτήτων και στόχων. Αναφέρεται στην αντιστοιχία ή µη στόχων της ΥΣ και ικανοτήτων της χώρας. Το πρόβληµα της υπερεπέκτασης (overextension) είναι ένα από τα διαχρονικά χαρακτηριστικά της µακροσκοπικής στρατηγικής των µεγάλων δυνάµεων.
  • Αντοχή σε σφάλµατα. Ίδιον της επιτυχούς ΥΣ είναι η ικανότητά της να απορροφά χωρίς σοβαρές συνέπειες και απώλειες τα συγκυριακά της σφάλµατα. Το Βιετνάµ είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγµα.
Η επιλογή της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής ως περίπτωση µελέτης επιβλήθηκε σύµφωνα µε το συγγραφέα από το εγγενές θεωρητικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η µακροβιότητα της βυζαντινής ισχύος και επιρροής. Πράγµατι, το Βυζάντιο αποτέλεσε το πιο µακροχρόνιο κέντρο ισχύος και επιρροής στο δυτικό πολιτισµό. Ως εκ τούτου η ανάλυση αυτής της ΥΣ συνιστά από µόνη της και πέρα από κάθε άλλη σκοπιµότητα ζήτηµα µείζονος θεωρητικού ενδιαφέροντος για το νοµοτελειακό κύκλο της ανόδου και της πτώσης των µεγάλων δυνάµεων στο δυτικό κόσµο από τα χρόνια της αρχαίας Αθήνας και Σπάρτης µέχρι σήµερα. Τέλος, η οριοθέτηση του υπό εξέταση χρόνου (6ος–11ος) επιβλήθηκε κατά το συγγραφέα από τη σταθερότητα των παραµέτρων της βυζαντινής περίπτωσης, στο βαθµό που ο 6ος αιώνας αποτελεί την απαρχή της καθαρά βυζαντινής περιόδου της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ µετά τον 11ο αιώνα επειδή οι παράµετροι αλλάζουν, η ΥΣ του Βυζαντίου απαιτεί µία ξεχωριστή προσέγγιση.
Μετά την παρουσίαση της θεωρίας της ΥΣ, στα επόµενα δύο κεφάλαια (κεφ. 2 και 3), ο συγγραφέας θέτει τη βυζαντινή περίπτωση στα φυσικά, νοµικά, κοινωνικά, πολιτισµικά και τελικά διεθνολογικά της πλαίσια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όρος που επινοήθηκε από τους δυτικούς µετά την Άλωση της Πόλης, µπορεί από νοµική άποψη να διήρκησε από τον Αύγουστο Καίσαρα µέχρι τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο (1453), πολιτισµικά όµως ήδη από τον 3ο-4ο αιώνα (διείσδυση των Ελλήνων στους κρατικούς θεσµούς και µεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώµη στο Βυζάντιο) και ιδίως από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν (αντικατάσταση της λατινικής ως επίσηµης γλώσσας του κράτους από την ελληνική) είχε αρχίσει σταδιακά να εξελληνίζεται και να ταυτίζεται γεωγραφικά µε την ελληνική Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό συνέβαλε τα µέγιστα και η επικράτηση του χριστιανισµού. Όπως γράφει ο Χ. Παπασωτηρίου, «µε τις δύο κινήσεις του Κωνσταντίνου, τη νέα µόνιµη πρωτεύουσα στην Κωνσταντινούπολη και τον αυτοκρατορικό ασπασµό του χριστιανισµού, τέθηκαν τα θεµέλια για τη µετεξέλιξη της κλασικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας στο µεσαιωνικό ελληνορθόδοξο Βυζάντιο, που συνδύαζε τους ρωµαϊκούς κρατικούς θεσµούς µε τον ελληνικό πολιτισµό και τη χριστιανική θρησκεία».
ΥΣ χωρίς αντιπάλους δεν υφίσταται. Η υψηλή βυζαντινή στρατηγική αποκτά σάρκα και οστά µόνο µέσα από τις πολυάριθµες και ποικίλες εξωτερικές απειλές που αντιµετώπισε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην υπερχιλιετή ιστορική της ανάπτυξη. Η παρουσίαση του διεθνούς περιβάλλοντος του Βυζαντίου γίνεται από γεωστρατηγική και γεωπολιτική σκοπιά, εφόσον, όπως θα δούµε εν συνεχεία, ο συγγραφέας συνδέει άρρηκτα τη στρατιωτική και πολεµική ικανότητα των εχθρών του Βυζαντίου µε τη γεωγραφική µορφολογία του τόπου προέλευσής τους. Συγκεκριµένα, η βυζαντινή ΥΣ επηρεάστηκε άµεσα από τις γεωγραφικές βλέψεις ή επαφές του Βυζαντίου (Αίγυπτος, Μέση Ανατολή, Υπερκαυκασία, Ευρασιατική Στέπα, Βαλκάνια και κεντρική Ευρώπη και Δυτική Μεσόγειος), στο βαθµό που οι γεωπολιτικοί του ορίζοντες καθόρισαν σε τελευταία ανάλυση και την ανώτερη πολεµική πολιτική της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αναµφίβολα η κορυφαία στιγµή της βυζαντινής υψηλής στρατηγικής και αυτή που αποτέλεσε τη δεξαµενή άντλησης στρατηγικών και διπλωµατικών δογµάτων για το µέλλον υπήρξε η ΥΣ του Ιουστινιανού:6ος αιώνας (κεφ. 4ο). Δεν είναι τυχαίο ότι η ΥΣ του Ιουστινιανού συνδέθηκε µε το κεντρικό πολιτικό πρόβληµα του Βυζαντίου, τη στρατηγική της υπερεπέκτασης, η οποία είχε οδυνηρές συνέπειες για την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια και στη Δύση. Το ρωµαϊκής σύλληψης όνειρο του Ιουστινιανού να ξαναγίνει η Μεσόγειος «ρωµαϊκή λίµνη» αποτέλεσε, σύµφωνα µε το συγγραφέα, µείζον στρατηγικό σφάλµα, χωρίς ωστόσο να σκιάσει έστω και ελάχιστα τη λάµψη της περίτεχνης πολεµικής του φιλοσοφίας. Με βασικό αµυντικό πυλώνα το βυζαντινό τακτικό στρατό, αλλά και µε ιδιοφυείς στρατηγούς όπως ο Βελισάριος, ο Ιουστινιανός δηµιούργησε µία πλούσια και µοναδική µέχρι τις µέρες µας στρατηγική κουλτούρα, η οποία αποκρυσταλλώθηκε στο περίφηµο Στρατηγικόν του Μαυρικίου, έναν οδηγό της επιχειρησιακής τέχνης του πολέµου, από τον οποίον αντλούµε συν τοις άλλοις και το κυριότερο πληροφοριακό υλικό για τους πολυάριθµούς αντιπάλους του Βυζαντίου:Πέρσες, Γερµανικά φύλα, Νοµαδικά φύλα της στέπας και Σλαβικά φύλα.
Η ΥΣ του Ιουστινιανού συµπληρώνεται µε τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο από την υψηλή στρατηγική ενός εξίσου µεγάλου βυζαντινού ηγέτη, του Ηράκλειου (κεφ. 5). Ο Ηράκλειος, γράφει ο Χ. Παπασωτηρίου, ανέβηκε τόσο ψηλά στη συλλογική µνήµη της ελληνικής ορθοδοξίας, που µόνο δύο άλλοι αυτοκράτορες προσεγγίζουν:ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, εφόσον ήταν αυτός που αντικατέστησε ουσιαστικά την απόµακρη raison d’etat του Ιουστινιανού µε ένα θρήσκο εθνικισµό. Ο Ηράκλειος µέσα από το µεγάλο βυζαντινοπερσικό πόλεµο (οι Πέρσες υπήρξαν η κύρια υπερδύναµη δίπλα στο Βυζάντιο πριν την εµφάνιση των Αράβων τον 7ο αιώνα) αναγορεύθηκε σε βυζαντινό πρώτυπο του ηρωϊκού αυτοκράτορα. Η νίκη του ωστόσο απέναντι στους Πέρσες δεν µπόρεσε να χαρίσει την πολυπόθητη «µακρά ειρήνη» στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γρήγορα το Βυζάντιο βρέθηκε αντιµέτωπο µε µία νέα εξωτερική απειλή, πολύ ισχυρή, η οποία θα άλλαζε άρδην τον πολιτικό χάρτη της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου.
Η αραβική έκρηξη (630-718) οδήγησε στην ανατροπή της µέχρι τότε διεθνούς τάξης (σύστηµα ισορροπίας ισχύος µεταξύ Βυζαντίου και Περσών) και σηµατοδότησε αφενός την ανάδειξη της Κωνσταντινούπολης στον µοναδικό πολιτικό, οικονοµικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πόλο της Αυτοκρατορίας, αφετέρου τη συρρίκνωση των γεωπολιτικών οριζόντων του Βυζαντίου, το οποίο κατέληξε να είναι µία µεσαία δύναµη στο βόρειο µέρος της ανατολικής Μεσογείου, µε λιγοστά προπύργια σε πιο µακρινές περιοχές (κεφ. 6). Ο αραβικός επεκτατισµός σήµανε παράλληλα την αναδιοργάνωση της υψηλής βυζαντινής στρατηγικής προς τη στρατηγική της έµµεσης προσεγγίσεως ή πρ

Ο Χαράλαμπος Παπασωτηρίου είναι αναπληρωτής καθηγητής διεθνών σχέσεων και στρατηγικών σπουδών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Αποφοίτησε με άριστα από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και πήρε το διδακτορικό του από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Είναι πρόεδρος του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕ.ΜΕ.Α.) και διευθυντής (της Εταιρείας Κοινωνικών και Οικονομικών Μελετών (ΕΚΟΜΕ). Συντονίζει τα ερευνητικά προγράμματα του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ). Συμμετέχει στο επιστημονικό συμβούλιο του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων (ΙΑΑ) και είναι επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής.