«Ό,τι αφήνεται στη λήθη του χρόνου χάνεται και ό,τι δεν καταγράφεται πεθαίνει», θεωρεί ο Νίκος Κορμπάκης και, υπηρετώντας αυτό το καθήκον, μας παραδίδει -μέσα από γνήσια λαϊκή γραφή- ιστορίες από τον τόπο του.
Ξεκινώντας λοιπόν από αυτήν μόνο την αρχή επιχειρεί να ζωγραφίσει με τα χρώματα της τοπολαλιάς και με παραδοσιακά τραγούδια που ξεχάστηκαν, αληθινές ιστορίες με ανθρώπους που τους έζησε από τα νηπιακά του βήματα μέχρι και τα εφηβικά του χρόνια σε καιρούς δίσεχτους και χαλεπούς λίγο πριν και μετά το μεσοπόλεμο.
Όλοι τους άνθρωποι του μόχθου και της βιοπάλης, σε μια γωνιά του Ερύμανθου με αετοφωλιές, μόλις κατάφερναν να επιβιώνουν ξεκομμένοι από τον έξω κόσμο με μόνη τους παρηγοριά τον Θεό και με την ελπίδα πως κάτι καινούριο θα ξημέρωνε.
Ο Νίκος Κορμπάκης γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Τσίπιανα της Ηλείας το 1940. Σε πολύ μικρή ηλικία γνώρισε τις συνέπειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της κατοχής, και αργότερα έζησε από κοντά τον εμφύλιο πόλεμο. Μετά την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Γερμανία, όπως χιλιάδες άλλοι συμπατριώτες μας εκείνα τα χρόνια. Στη Γερμανία εργάστηκε για δεκαετίες και ήρθε σε επαφή με το συνδικαλιστικό κίνημα, στους αγώνες του οποίου συμμετείχε αποφασιστικά. Κατά την περίοδο της δικτατορίας, αποτέλεσε ενεργό μέλος του αντιδικτατορικού αγώνα των Ελλήνων του εξωτερικού. Τα βιώματα από την κοινωνική και πολιτική δράση του από τη μία, και η ισχυρή έλξη της γενέθλιας γης από την άλλη, είναι οι δύο πυλώνες που προσδιορίζουν τα πλαίσια της γραφής του.
Την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα έκανε το 2003 με το βιωματικό μυθιστόρημα "Και κοίτα... μη χαθούμε" από τις εκδόσεις "Περί τεχνών" και ακολούθησε το 2007 το "... Κι αν σας ρωτήσει η μάνα σας..." μια διαφορετική ματιά στα γεγονότα του εμφύλιου πολέμου, από τις ίδιες εκδόσεις. Το "Ψεύτη κι άδικε ντουνιά" είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα και κινείται στο χώρο της σύγχρονης μυθοπλασίας.