Η αναφορά μου


Συγγραφέας : Βλάχος, Δημήτρης
Εκδότης : Ανάλεκτο
Έτος έκδοσης : 2008
ISBN : 978-960-98246-0-6
Σελίδες : 320
Σχήμα : 24x17
Κατηγορίες : Προσωπικές αφηγήσεις - Μαρτυρίες

20.39 € 16.31 €




Ο επί πέντε τετραετίες δήμαρχος Νάουσας, τέως περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας και ιδρυτικό στέλεχος της Ε.ΑΡ. και του Συνασπισμού, μιλάει για την τοπική αυτοδιοίκηση, την Αριστερά, και φυσικά για τη Νάουσα, τα οράματα και τα έργα του. Περιγράφει τη γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Λεωνίδα Κύρκο, κ.ά. και ανιστορεί τα χρόνια της κατοχής, του εμφυλίου, της χούντας και της μεταπολίτευσης. Μία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα αφήγηση που φωτίζει πολλές πτυχές της σύγχρονης ιστορίας της Νάουσας αλλά και της Ελλάδας γενικότερα. [...] Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 ενότητες-κεφάλαια. Το πρώτο έχει τον τίτλο "Σαν όνειρο". Αναφέρεται στα χρόνια τής κατοχής και του εμφυλίου. Σε μια εποχή που ήμουν παιδάκι και γι' αυτό δεν είμαι σίγουρος αν είναι αναμνήσεις ή όνειρο. Είναι το μόνο μέρος που είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Το δεύτερο έχει τον τίτλο "Πριν από την χούντα". Ξεκινά το 1964, χρονιά πρώτης ανάμειξής μου με τα κοινά. Το τρίτο έχει τον τίτλο "Τα πέτρινα χρόνια" και περιέχει τις προσωπικές μου εμπειρίες από την χούντα, αλλά καταγράφει και τα πάθη τής πατρίδας μας εκείνη την αποφράδα περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Το τέταρτο έχει τον τίτλο "Δήμαρχος" και αναφέρεται στην Νάουσα τής περιόδου 1975-2002. Το πέμπτο έχει τον τίτλο "Στην κεντρική πολιτική σκηνή" και αναφέρεται σε γεγονότα που συντάραξαν την Ελλάδα και που εμπέδωσαν την δημοκρατία και την εθνική συμφιλίωση, με το οριστικό θάψιμο των φαντασμάτων τού εμφυλίου πολέμου. Το έκτο έχει τον τίτλο "Επιλογή άρθρων-ομιλιών-εισηγήσεων". Περιέχει κάποιες παρεμβάσεις μου σε γεγονότα που εξακολουθούν να ταλανίζουν την χώρα μας. Τέλος, το έβδομο έχει τον τίτλο "Πρόσωπα-ξεχωριστές γνωριμίες". Σε αυτό σκιαγραφούνται επτά πρόσωπα, που τα θεωρώ ξεχωριστά. [...] (από τον πρόλογο του συγγραφέα)

Ο Δημήτριος Βλάχος γεννήθηκε στο Δίκαστρο Φθιώτιδας στις 4 Σεπτεμβρίου 1935. Σπούδασε μαθηματικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αγρονόμος - τοπογράφος μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας μηχανικός το 1968. Κατά την περίοδο 1962-75 υπηρέτησε ως επιμελητής του ΕΜΠ. Το 1975 εξελέγη καθηγητής του Τμήματος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του ΑΠΘ, όπου δίδαξε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2003. Το 2004 η Σύγκλητος του απένειμε τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή του ΑΠΘ. Παράλληλα με τα διδακτικά και ερευνητικά του καθήκοντα στο ΑΠΘ, διετέλεσε πρόεδρος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών – ΙΚΥ (1982-86), Πρόεδρος του Τμήματος Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών – ΤΑΤΜ ΑΠΘ (1982-86),αντιπρόεδρος του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας –ΟΚΧΕ (1986-88), Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας –ΠΚΜ (1989-90), Τεχνικός Σύμβουλος του Οργανισμού Κτηματολογίου & Χαρτογραφήσεων Ελλάδος – ΟΚΧΕ (1994 – 2001), Πρόεδρος της Επιτροπής Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης – ΚΠΣ 1994-99 και στη συνέχεια της Επιτροπής ΕΠΕΑΕΚ του ΑΠΘ (1995-2003), Πρόεδρος της Επιτροπής Βιβλιοθηκών του ΑΠΘ (1995 – 2003) μέλος του Δ.Σ. του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού ΕΙΠ (1999 – 2002) και, τέλος, μετά την συνταξιοδότησή του, αντιπρόεδρος και στη συνέχεια πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.Η ερευνητική του δραστηριότητα εντοπίζεται κυρίως σε ειδικές εφαρμογές της Τοπογραφίας (δίκτυα ελέγχου,μικρομετακινήσεις εδαφών και μεγάλων τεχνικών έργων), στην ανάπτυξη τεχνικών σύνταξης του ελληνικού κτηματολογίου (σύστημα αναφοράς κτηματολογικών αποτυπώσεων, περιεχόμενο του κτηματολογίου, βάσεις δεδομένων, τεχνικές προδιαγραφές) και στην εφαρμογή τοπογραφικών μεθόδων για την αποτύπωση – γεωμετρική τεκμηρίωση αρχιτεκτονικών μνημείων (τρισδιάστατες αποτυπώσεις, τεχνικές προδιαγραφές).Ως καθηγητής του ΑΠΘ δίδαξε πολλά μαθήματα με τοπογραφικό περιεχόμενο,τα περισσότερα από τα οποία σχεδίασε και οργάνωσε ο ίδιος, ενώ επέβλεψε μεγάλο αριθμό διπλωματικών εργασιών και καθοδήγησε διδακτορικές διατριβές. Πολλά άρθρα και επιστημονικές μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά ή σε πρακτικά συνεδρίων. Μεταξύ των βιβλίων που έχει γράψει αναφέρεται το τρίτομο σύγγραμμά του με τίτλο «Τοπογραφία», το οποίο χρησιμοποιήθηκε και σε ορισμένες περιπτώσεις εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως διδακτικό κείμενο σε διάφορα πανεπιστήμια της χώρας, και ως εγχειρίδιο από τους επαγγελματίες Τοπογράφους Μηχανικούς. Παράλληλα σχεδίασε και έθεσε σε εφαρμογή ερευνητικά προγράμματα με αντικείμενο τον προσδιορισμό παραμορφώσεων του στερεού φλοιού της γης στην περιοχή Βόλβης (πρόγνωση σεισμών), την ανάπτυξη τεχνικών για την τοπογραφική αποτύπωση αρχιτεκτονικών μνημείων (Αγία Σοφία, Άγιον Όρος, μνημεία Θεσσαλονίκης, τεχνικές προδιαγραφές), την ανάπτυξη μεθόδων και τεχνικών για την αποτύπωση αστικών περιοχών (αστικά τριγωνομετρικά δίκτυα σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας) κ.α. Σημειώνονται παρακάτω τα κυριότερα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε στις θέσεις στις οποίες υπηρέτησε κατά καιρούς: Ως αντιπρόεδρος του ΟΚΧΕ είχε την ευθύνη της εκπόνησης των τεχνικών προδιαγραφών σύνταξης του κτηματολογίου σε αγροτικές περιοχές και σε αστικά κέντρα, οι οποίες, μετά την έγκρισή τους από το ΥΠΕΧΩΔΕ, χρησιμοποιήθηκαν για την εκπόνηση των πρώτων μελετών του κτηματολογίου. Ως Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας επεξεργάστηκε και συνέταξε το Περιφερειακό Λειτουργικό Πρόγραμμα (ΠΛΠ) του Α′ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, το οποίο, ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε στις Βρυξέλλες, εγκρίθηκε (ως Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα-ΠΕΠ) και εφαρμόστηκε με επιτυχία. Ως πρόεδρος της επιτροπής ΚΠΣ του ΑΠΘ συνέταξε το πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ Ι /ΑΠΘ, με το οποίο προβλέπονταν ο εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη του ιδρύματος με βελτίωση των υποδομών και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού του στα πλαίσια του Β’ ΚΠΣ. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του προγράμματος αυτού ήταν η μηχανογράφηση και η αναδιοργάνωση της Κεντρικής Βιβλιοθήκης και των 43 (τότε) περιφερειακών βιβλιοθηκών του ΑΠΘ. Σημειώνεται ακόμη εδώ ότι, από την Γενική Διεύθυνση V της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ανατέθηκε το 1995 μελέτη με αντικείμενο τον «προσδιορισμό προτεραιοτήτων των ανθρωπίνων πόρων προς χρηματοδότηση από τον αποπληθωριστή του ΚΠΣ», η οποία χρησιμοποιήθηκε για την διαμόρφωση του ΕΠΕΑΕΚ Ι από τις αρμόδιες Διευθύνσεις της Κοινότητας. Επίσης, υπό την ιδιότητα του Καθηγητή του ΑΠΘ, είχε την επιστημονική ευθύνη των ερευνητικών προγραμμάτων: α. Διερεύνηση μεθόδων μηχανοργάνωσης κτηματολογίου και συναφών πληροφοριών γης, στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας β. Αρχείο Μνημείων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας γ. Βάση διαχείρισης κτηματολογικών πληροφοριών του Εθνικού Ιδρύματος Νεότητας δ. Γενικός προγραμματισμός κατασκευής υπογείου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων ΑΠΘ. Τα αποτελέσματα, του μεν πρώτου από τα προγράμματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για την διατύπωση της ελληνικής πρότασης προς την ευρωπαϊκή ένωση για την χρηματοδότηση του Εθνικού Κτηματολογίου, του δε δευτέρου ως συμμετοχή του ΑΠΘ στο πρόγραμμα με τίτλο ΠΟΛΕΜΩΝ (Συντονισμένες υπηρεσίες πληροφορικής για την τεκμηρίωση, διαχείριση και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς). Επίσης ως Πρόεδρος της επιτροπής ΕΠΕΑΕΚ/ΑΠΘ είχε την ευθύνη της αξιολόγησης των καθέτων δράσεων του ΑΠΘ που εντάχθηκαν στο Β’ ΚΠΣ, της σύνταξης των προτάσεων έργων του ΑΠΘ για ένταξή τους στο πρόγραμμα «Κοινωνία της πληροφορίας» της ΠΚΜ. Με την ίδια ιδιότητα είχε την ευθύνη σύνταξης των τριών εκθέσεων πεπραγμένων της επιτροπής ΕΠΕΑΕΚ/ΑΠΘ. Τέλος ως αντιπρόεδρος και εν συνεχεία πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου εκτός από την διαδικασία ολοκλήρωσης της συγγραφής και της εισαγωγής εκπαιδευτικών εγχειριδίων στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο (έργα ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ), ασχολήθηκε με την ποιότητα της παρεχόμενης στην Ελλάδα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τον καθορισμό των σημαντικότερων παραμέτρων που την διαμορφώνουν και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να γίνεται η συνεχής παρακολούθησή τους, ώστε να λαμβάνονται εγκαίρως τα κατάλληλα μέτρα. Ο ορισμός της ποιότητας της εκπαίδευσης είναι δύσκολο εγχείρημα, διότι η έννοιά της επηρεάζεται από τις εκάστοτε κοινωνικές, ιστορικές και πολιτικές συνθήκες. Η πλέον διαδεδομένη άποψη προσδιορίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης με βάση τη συμβολή της στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των μαθητών και την πρακτική της αποτελεσματικότητα. Η αποτίμηση της ποιότητας της εκπαίδευση, εξάλλου, είναι μία πολύπλοκη διαδικασία, η οποία απαιτεί σαφή προσδιορισμό αρχών, διαδικασιών και κριτηρίων καθώς και ευρεία γνώση του περιεχομένου της εκπαίδευσης. Με στόχο την διερεύνηση των ποιοτικών στοιχείων της παρεχόμενης πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ειδικότερα το Τμήμα Ποιότητας της εκπαίδευσης, ανέλαβε, στις αρχές του 2005, τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ερευνητικού προγράμματος με τίτλο « Αξιολόγηση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του συστήματος πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», το οποίο εντάχτηκε στο ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ και ολοκληρώθηκε το 2008 με την δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων σε ένα τόμο 608 σελίδων. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που βασίζεται στην παραδοχή ότι η ποιότητα στην εκπαίδευση μπορεί να νοηθεί ως το αποτέλεσμα της λειτουργίας και της αλληλεπίδρασης ενός συνόλου παραμέτρων στοχαστικού χαρακτήρα, οι οποίες διαμορφώνουν το πλαίσιο για την οργάνωση, τη διοίκηση, τις εκπαιδευτικές λειτουργίες και την κοινωνική αποδοχή του εκπαιδευτικού συστήματος, υιοθετώντας πρακτικές με ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Η ερευνητική ομάδα, αποτελούμενη από στελέχη του Παιδαγωγικού ινστιτούτου, με επιστημονικό υπεύθυνο τον ίδιο, εργάστηκε με συνέπεια, συνεπικουρούμενη από μία ομάδα εξωτερικών συνεργατών και μία δεύτερη ομάδα πέντε εξωτερικών εμπειρογνωμόνων – αξιολογητών (συνολικά 53 άτομα), για να καταλήξει σε ένα κείμενο που έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την εκπαιδευτική κοινότητα, επειδή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την δρομολόγηση δραστικών αλλαγών από τις οποίες έχει άμεση ανάγκη το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας.






e-mail Facebook Twitter