Το δοκίμιο αυτό δημοσιεύθηκε το 1763 και ανήκει στα έργα της δεύτερης φάσης της προ-κριτικής περιόδου, στην οποία ο Kant απομακρύνεται βαθμιαία από τον δογματικό ορθολογισμό, διαμορφώνοντας τις θεμελιώδεις έννοιες της μελλοντικής του κριτικής.
Προσφεύγοντας στη μαθηματική έννοια του αρνητικού μεγέθους, ο Kant θα ορίσει την πραγματική αντίθεση ως μια σχέση εναντίωσης, στην οποία τα αντιτιθέμενα κατηγορήματα δεν αντιφάσκουν, είναι και τα δύο καταφατικά, και αποτελούν ισάριθμες θετικές αρχές ύπαρξης. Ο χαρακτηρισμός, επομένως, "αρνητικά" είναι μια κατά συνθήκη ονομασία, η οποία δεν υποδηλώνει "κατ' ουδένα τρόπο ένα ιδιαίτερο είδος αντικειμένων ως προς την εσωτερική τους φύση". Το αρνητικό μέγεθος δεν αποτελεί, συνεπώς, μια καθαρή άρνηση, ή έλλειψη, αλλά κάτι το θετικό καθαυτό, που αντιτίθεται σ' ένα άλλο θετικό μέγεθος, ως κάτι το καταφατικό.
Επεκτείνοντας την εφαρμογή αυτών των εννοιών στα αντικείμενα της θεωρητικής και της πρακτικής φιλοσοφίας, ο Kant θ' αναζητήσει την εξήγηση του φαινομένου της ύπαρξης έξω από το πεδίο των λογικών σχέσεων, εισάγοντας την έννοια της πραγματικής αρχής, η οποία δεν υπόκειται στον κανόνα της ταυτότητας και την αρχή της αντίφασης.
Θέτοντας υπό αμφισβήτηση την κατηγορία της αιτιότητας ως όρο της δυνατότητας των πραγμάτων, το Δοκίμιο για την εισαγωγή της έννοιας του αρνητικού μεγέθους στη φιλοσοφία (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του) θα αποτελέσει ταυτόχρονα το θεμελιωτικό εγχείρημα της καντιανής κριτικής στο φιλοσοφικό σύστημα του Leibniz.
Ο Immanuel Kant γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1724 στο Καίνιξμπεργκ. Από το 1732 ως το 1740 μαθήτευσε στο κολλέγιο Fridericianum και το 1740 μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Καίνιξμπεργκ. Τυπικά εγγεγραμμένος στη Θεολογική σχολή, αφοσιώνεται κυρίως στη μελέτη της φιλοσοφίας και της φυσικής. Το 1747 δημοσιεύει το πρώτο του έργο: "Σκέψεις πάνω στην πραγματική αξιολόγηση των ζωτικών δυνάμεων". Από το 1747 ως το 1756 ο Kant εξασφαλίζει το βιοπορισμό του παραδίδοντας μαθήματα κατ' οίκον, ενώ το 1755 ο Kant αρχίζει να παραδίδει μαθήματα στο πανεπιστήμιο ως άμισθος υφηγητής. Δημοσιεύει ένα άρθρο πάνω στους σεισμούς, με αφορμή το σεισμό της Λισαβόνας, και τη Γενική ιστορία της φύσης και θεωρία του ουρανού, που αποτελεί την πιο σημαντική συμβολή του στο τομέα των φυσικών επιστημών. Από το 1760 ο Kant αρχίζει να παίρνει μέρος στα πιο επίμαχα προβλήματα του Διαφωτισμού. 1759: "Δοκίμιο σχετικά με τον οπτιμισμό", 1762: "Περί της ψευδεπίγραφης λεπτότητας των τεσσάρων συλλογιστικών σχημάτων". 1763: "Το μόνο δυνατό θεμέλιο για την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού" και "Δοκίμιο για την εισαγωγή της έννοιας του αρνητικού μεγέθους στη φιλοσοφία", 1764: "Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου" και "Δοκίμιο σχετικά με τις ασθένειες του νου" 1766: "Ερμηνεία των ονείρων ενός οραματιστή μέσω των ονείρων της μεταφυσικής". Το 1770 o Kant αναγορεύεται τακτικός καθηγητής και καταλαμβάνει την έδρα της μεταφυσικής και της λογικής. Με την αναγόρευσή του αυτή θα δημοσιεύσει την περίφημη μελέτη "Περί της μορφής και των αρχών του αισθητού και του νοητού κόσμου". Μετά από 11 χρόνια δημοσιεύεται "Η κριτική του καθαρού λόγου" κείμενο δύσκολο και ο Kant δημοσιεύει το 1783 σε πιο προσιτή μορφή τα "Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική" περιλαμβάνοντας τις κύριες ιδέες του "Καθαρού Λόγου". Με τα κείμενα "Τί είναι Διαφωτισμός;" και "Ιδέα μιας καθολικής ιστορίας από κοσμοπολίτικη άποψη" το 1784 ο Kant αρχίζει να παρεμβαίνει άμεσα στη διαμάχη γύρω από τη φιλοσοφία του διαφωτισμού. Την επόμενη χρονιά 1785 εμφανίζεται το πρώτο από τα μεγάλα έργα του, αφιερωμένα στην ηθική: "Θεμέλια της μεταφυσικής των ηθών". Μέχρι το θάνατό του το 1804 θα δημοσιεύσει μια πλειάδα έργων.