Τα μάτια του Άλκη νότισαν. Όσες φορές βρίσκονταν μπροστά στην ομορφιά, τα μάτια του νότιζαν και γίνονταν γλαρά. Μέσα από τη θαμπάδα έβλεπε τα μακριά της μαλλιά, που χύνονταν στο άσπρο φουστάνι σαν μπλάβο κύμα, καθώς πήγαινε να σκεπάσει την ξανθιά αμμουδιά.
Πόσο παρέμεινε έτσι με κομμένη την ανάσα; Δεν κατάλαβε. Κάποια στιγμή βγήκε από το όνειρο και προχώρησε. Ένα ξεράδι έτριξε κάτω από την αρβύλα του. Το κρίνο σα να χαμογέλασε περισότερο. Λες κι ήξερε τις σκέψεις του. Τις κινήσεις του. Την αγωνία του.
- Πώς βρέθηκε ένα κρίνο ανάμεσα σε τόσα χαμόκλαδα; ψέλλισε ο Άλκης.
- Θα με κόψεις; είπε το κρίνο και γύρισε απότομα.
- Μαρία! ξεφώνισε ο Άλκης. Εσύ εδώ; Ήταν η γυναίκα του.
Ο Ανδρέας Ζαρμπαλάς γεννήθηκε στο χωριό Λαζάτι των Αγίων Σαράντα, το 1941. Σπούδασε δάσκαλος και εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Έχει γράψει ποίηση, πεζογραφία, λογοτεχνική κριτική και ασχολήθηκε με λαογραφικά θέματα. Από τις ποιητικές συλλογές ξεχωρίζει η συλλογή "101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο", που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1992.