Ὁ Πλωτῖνος ἔγραψε σειρὰ πραγματειῶν, οἱ ὁποῖες σχετίζονταν μὲ τὴν διδασκαλία του καὶ προορίζονταν κυρίως γιὰ τοὺς μαθητές του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὁ Πορφύριος, τὶς συγκέντρωσε καὶ τὶς ταξινόμησε σὲ ἕξι Ἐννεάδες. Ὁ Πλωτῖνος θεωρεῖται ἱδρυτὴς τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, μιᾶς φιλοσοφικῆς τάσης μὲ μεγάλη ἐπίδραση. Ἡ πιὸ γνωστὴ ἀπὸ τὶς πραγματεῖες του εἶναι ἡ ἕκτη τῆς πρώτης Ἐννεάδας,στην οποία συζητεῖται ἡ ἔννοια τοῦ ὡραίου. Κατὰ τὸν Πλωτῖνο τὸ ὡραῖο δὲν ἀποτε- λεῖ ἰδιότητα τῶν ἀντικειμένων ποὺ ὀφείλεται στὴ συμμετρία ἢ ἄλλα χαρακτηριστικά τους, ἀλλὰ συνέπεια τῆς βαθύτερης σχέσης ποὺ αὐτὰ ἔχουν μὲ τὰ ἰδεατά τους πρότυπα. “Ἡ Φιλοσοφία τοῦ Καλοῦ παρὰ Πλωτίνῳ” εἶναι ὁ τίτλος τῆς ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ διατριβῆς ποὺ κατέθεσε ὁ Γεώργιος Βιζυηνὸς στὴν Φιλοσοφικὴ σχολὴ Ἀθηνῶν· στὶς 6 Φεβρουαρίου 1885 δίνει τὸ προφορικὸ μάθημα μὲ θέμα ποὺ ὅρισε ἡ Σχολή: “Νὰ εὑρεθῇ ἡ μεταφυσικὴ τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ νὰ δειχθῇ ἂν ἡ μεταφυσκή τοῦ Πλωτίνου σημαίνει πρό- οδον ἢ ὀπισθοδρόμησιν”, ὅπου καὶ ἀνακηρύσσεται παμψηφεὶ ὑφηγητής. Διατρέχουμε στὶς σελίδες αὐτῆς τῆς διατριβῆς τοῦ Βιζυηνοῦ τὴν πρώτη ὁλοκληρωμένη μελέτη περὶ Αἰσθητικῆς, ποὺ ἀνή- κει στὸν νεοπλατωνικὸ φιλόσοφο Πλωτῖνο, ἀλλὰ καὶ τὴν πρόσληψή της ἀπὸ τὸν Γ. Βιζυηνὸ ποὺ ἐνστερνίζεται καὶ βασίζει τὸ πεζογραφικό του ἔργο.
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται εκτενής πρόλογος και ανάλυση της Ασπασίας Χαραλαμπάκου.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) ποιητής και πεζογράφος γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Όταν τελείωσε το δημοτικό, δούλεψε αρχικά στην Πόλη για τρία χρόνια περίπου σ' ένα ραφτάδικο. Το 1867, με τη βοήθεια του Κύπριου εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη πήγε στην Κύπρο για να γίνει κληρικός και φοίτησε στην Ελληνική Σχολή της Λευκωσίας. Το 1872 συνόδεψε τον επίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο στο Φανάρι για εκκλησιαστικούς λόγους και γράφτηκε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Με τη βοήθεια του Φαναριώτη ποιητή Ηλία Τανταλίδη το 1873 τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ποιητικά. Η συλλογή αυτή συνέβαλε στη γνωριμία του με τον πάμπλουτο Έλληνα Γεώργιο Ζαρίφη που του παρείχε τα οικονομικά μέσα για να ταξιδέψει στην Αθήνα και να γραφτεί στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου. Τον ίδιο χρόνο ο ποιητής κέρδισε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το πρώτο βραβείο με το ποίημα Κόδρος. Μετά την αποφοίτησή του γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Παν/μίου Αθηνών αλλά προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη φιλοσοφία στο Γκαίτιγκεν της Γερμανίας. Εξακολούθησε να γράφει ποιήματα και πήρε το πρώτο βραβείο στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με την ποιητική συλλογή "Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις" την οποία μετονόμασε σε "Βοσπορίδες Αύραι". Από το Μάιο του 1877 μέχρι τον Αύγουστο του 1878 συνέχισε τις φιλολογικές σπουδές του στη Λιψία, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ιστορία της φιλοσοφίας, την αισθητική και την ψυχολογία. Το 1880 άρχισε να γράφει τη διδακτορική του διατριβή με θέμα "Το παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική". Το 1883 πήγε στο Λονδίνο όπου άρχισε να γράφει τα διηγήματά του με πρώτο "Το αμάρτημα της μητρός μου". Τα υπόλοιπα είναι: "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως" (1883), "Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" (1883), "Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας" (1884), "Πρωτομαγιά" (1884), "Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" (1884), "Διατί η μηλιά δεν έγεινε μηλέα" (1885) και "Ο Μοσκώβ Σελήμ". Στο Λονδίνο έγραψε και την επί υφηγεσία διατριβή του με τίτλο: "Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω" και εξέδωσε και τη νέα ποιητική συλλογή του "Ατθίδες Αύραι". Το 1884 λόγω του θανάτου του Γ. Ζαρίφη επέστρεψε στην Αθήνα και διορίστηκε καθηγητής στο Γυμνάσιο. Το 1885 ανακηρύχτηκε παμψηφεί υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά λόγω ανταγωνισμών δεν πέτυχε η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Οι φιλολογικοί κύκλοι τον περιφρονούσαν και ξαφνικά χωρίς λόγο απολύθηκε από καθηγητής και για να ζήσει, εργάστηκε ως καθηγητής της Δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και έγραψε παράλληλα για τον Μπαρτ και τον Χιρστ στο "Λεξικόν Εγκυκλοπαιδικόν". Το 1890 άρχισαν τα συμπτώματα μιας ασθένειας των νεύρων και μετέβη για λουτρά στις κεντρικές Άλπεις της Αυστρίας, όμως η κατάστασή του δεν βελτιώθηκε. Επιστρέφοντας στην Αθήνα γράφει διαρκώς: μια μελέτη για την Ιστορία της Φιλοσοφίας του Zeller και μεταφράσεις γνωστών ευρωπαϊκών μπαλλαντών (βαλλίσματα). Ο συγγραφέας σε ηλικία 40 ετών ερωτεύθηκε σφοδρά ένα δεκατετράχρονο κορίτσι, το οποίο ζήτησε σε γάμο αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε από τη μητέρα της. Ακολούθησαν θλιβερά επεισόδια που κατέληξαν στον εγκλεισμό του Βιζυηνού στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο, όπου και πέθανε τον Απρίλιο του 1896.