Ο Μιλτιάδης Νικολάου βρέθηκε στο αλβανικό μέτωπο από τις πρώτες μέρες του πολέμου και κρατούσε ημερολόγιο καθημερινά, μέχρι την κατάρρευση και το οδοιπορικό της επιστροφής του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Δίστομο της Βοιωτίας.
Ο παραλογισμός του πολέμου του επιφύλαξε τραγική μοίρα. Σκοτώθηκε από τους Γερμανούς κατακτητές στις 10 Ιουνίου 1944 στη Σφαγή του Διστόμου, αφού προηγουμένως είδε να σφαγιάζονται μπροστά στα μάτια του η γυναίκα του και τα δύο μικρότερα κοριτσάκια τους. Και όμως αυτός, σκοντάφτοντας μια μέρα στο πτώμα ενός αντιπάλου στρατιώτη, στεναχωριέται και σημειώνει: "Μήπως δεν τον περίμεναν κι αυτόν οι δικοί του;".
Η παγκόσμια απορία μπροστά στον πόλεμο. Γιατί ο πόλεμος -για τους απλούς ανθρώπους, την "πρώτη ύλη" του-, δεν έχει λόγο....
Ο Μιλτιάδης Νικολάου γεννήθηκε το 1907 στο Δίστομο. Έβγαλε το δημοτικό και παρακολούθησε και σχολαρχείο (λύκειο της εποχής). Εξάσκησε το επάγγελμα του τσαγκάρη (του υποδηματοποιού, όπως σημειώνει στο ημερολόγιο...). Νυμφεύθηκε την Καΐλη Κονδυλία, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες. Στις 10 Ιουνίου 1944, στη μεγάλη σφαγή στο Δίστομο, ναζί Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι του και τους πέρασαν από ξιφολόγχη - ανδρόγυνο και δύο κόρες. Σώζεται η μεγαλύτερη και αγαπημένη του Νίτσα, του ημερολογίου. Αυτή κράτησε τόσα χρόνια απείραχτα, ανέγγιχτα, άφθαρτα, το ημερολόγιο, τα γράμματα, τα πολύτιμα κειμήλια του πατέρα. Έτσι έχουμε την ευκαιρία, τη χαρά, τη δυνατότητα, να μεταλάβουμε ζεστή, αείροη, αληθινή, πολύτιμη ζωή από τούτη την έκδοση. Στην κόρη του Μιλτιάδη, τη μοναδική της οικογένειας που επέζησε, διαπιστώνεται σημαντική υποδειγματική συνείδηση της ιστορίας, μνήμη που κάνει τον άνθρωπο να βγαίνει από τη δορά του ζώου και να αποτυπώνει στο άπειρο τη θέληση του να ενωθεί αρμονικά με τον κόσμο.