Ο Βαλεντίνος (Βάλιας) Σεμερτζίδης (1911–1983) έφθασε με την οικογένειά του στην Ελλάδα λίγο πριν από την καταστροφή της Σμύρνης, μ’ ένα καράβι γεμάτο πρόσφυγες από τον Καύκασο. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε αρχικά στη Δραπετσώνα, μετά στην Παλαιά Κοκκινιά και τελικά, το 1941, μετακόμισε σ’ ένα σπίτι στα Τουρκοβούνια στην Αθήνα.
Ο Βάλιας σπούδασε ζωγραφική στο Σχολείο των Καλών Τεχνών, πρώτα στο προκαταρκτικό τμήμα και κατόπιν στο εργαστήριο του Παρθένη (1928–1936). Στον Πόλεμο υπηρέτησε στο Αντιαεροπορικό Πυροβολικό και το μεγαλύτερο μέρος της Κατοχής το πέρασε στην Αθήνα. Στα χρόνια 1939–1940 πρέπει να προσχώρησε στο ΚΚΕ. Μετά από αίτημά του, τον Μάρτιο του 1944, ανέβηκε στα βουνά της Ευρυτανίας, με στόχο να ζήσει από κοντά και να ζωγραφίσει τον αγώνα ενάντια στους κατακτητές.
Το ημερολόγιο που κράτησε, επιστρέφοντας στην Αθήνα από το Βουνό (20 Οκτωβρίου 1944) όλος ενθουσιασμό και με σχέδια για το μέλλον μετά την Απελευθέρωση, είναι ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο: αφορά τη ζωή του ως καλλιτέχνη, αλλά και το δράμα που έζησε μέσα σε τέσσερις μήνες η ελληνική Αριστερά, οι δυνάμεις του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, που μεθοδικά οδηγήθηκαν στη συντριβή. Ως διερμηνέας των Σοβιετικών αξιωματικών που είχαν έρθει στο Βουνό στα τέλη Ιουλίου ’44, αλλά και κορυφαίων στελεχών του ΚΚΕ, ο Σεμερτζίδης ήταν παρών σε σημαντικές συζητήσεις τόσο μεταξύ τους όσο και με Βαλκάνιους ηγέτες.
Ο ζωγράφος περιγράφει, αρχικά με οδύνη και στη συνέχεια ανάστατος με όσα βλέπει και ακούει γύρω του, την τραγική έξοδο αμάχων, τραυματιών και κομματικών στελεχών από την Αθήνα μετά την επικράτηση των αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων. Η βρετανική πολιτική ηγεσία ήταν αποφασισμένη να αποκλείσει με τη βία κάθε ενδεχόμενο συμμετοχής του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην πολιτική ζωή της χώρας, την οποία, με τη συναίνεση της σοβιετικής ηγεσίας, ήθελε να κρατήσει πάση θυσία υπό τον έλεγχό της.
Ο ζωγράφος και χαράκτης Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) γεννήθηκε στο Κρασνοντάρ της Ρωσίας, κοστά στον Καύκασο, από ελληνοπόντιο πατέρα και ρωσίδα μητέρα. Το 1923 η οικογένειά του ήρθε στην Ελλάδα, όταν ο πατέρας του κινδύνευσε να εκτελεστεί από τους Μπολσεβίκους. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1928-1936), στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη. Από το 1935 συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, αλλά και σε μεγάλες εκθέσεις στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και ανέβηκε στο βουνό, όπου συνέλαβε πολλά από τα θέματά του. Το 1944 εικονογράφησε την αίθουσα του δημοτικού σχολείου όπου έλαβε χώρα το Εθνικό Συμβούλιο του ΕΑΜ στις Κορυσχάδες. Στο πλαίσιο της μετακατοχικής πολιτικής πραγματικότητας, η πρώτη του ατομική έκθεση οργανώθηκε μόλις το 1957 στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός". Το 1964 εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, το τοπίο της οποίας αποτέλεσε μια δεύτερη σημαντική πηγή έμπνευσής του, με την επεξεργασία μιας πολύ προσωπικής τεχνικής στη ζωγραφική και τη χαρακτική του έκφραση. Εκεί δημιούργησε σειρά από συνθέσεις μεγάλων διαστάσεων. Πέθανε στην Αθήνα το 1983. Τον Μάρτιο του 1977 οργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεση του έργου του, χωρίς όμως να λάβει, εν ζωή, την αναγνώριση που του άξιζε. Ακολούθησε η δεύτερη αναδρομική έκθεση του έργου του στο Μουσείο Μπενάκη, το φθινόπωρο του 2012, σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Νίκου Χατζηνικολάου. Έργα του ανήκουν σε πολλές ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές και στην Εθνική Πινακοθήκη.