Πορευόμασταν στα χρώματα της γης. Ο καρπός μας ήταν σώματα της πέτρας· πώς να γεμίσεις με χρυσάφι τ' άσπρο πλάσμα τ' αλωνιού. Ξεγλιστρούσε η οχιά στο ξεραμένο χώμα και ως έβλεπες στη ράχη της τη σταυροβελονιά, σου πάγωνε το αίμα κι η τρομαγμένη σου καρδούλα απροστάτευτη, σταματούσε μια στιγμούλα να χτυπά, έτσι και τώρα η πικρή μαρμαρυγή με τα χρυσά της φύλλα πάτησε πόδι ανακόπτοντας το γρήγορο ρυθμό της λιγάκι κοντοστάθηκε στη στράτα των ονείρων σου, βαθιά συλλογισμένη: να περπατήσει ως τη θαλάμη του μαύρου ωκεανού, ή στο παλιό μπαστούνι σου με λιγοστό νεράκι θα ξανανθίσει η αλφαβήτα; Η πλευρική σου ανατολή εύηχη νύστα του θανάτου.
2009-2025 © ebooks.gr / All Rights Reserved