Ο προβληματισμός για την τύχη της Πλάκας, της αρχαιότερης κατοικημένης συνοικίας της Αθήνας, εμφανίζεται κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960. Τότε διατυπώνονται οι πρώτες ανησυχίες, τότε ακούγονται οι πρώτες γενικές προτάσεις για επέμβαση, για προστασία και ανάδειξή της, ή, αντίθετα, για κατεδάφιση και ανασκαφική έρευνα όλου του άστεως της αρχαίας Αθήνας. Δέκα χρόνια αργότερα, τα πράγματα αλλάζουν. Με τη "Μελέτη Παλαιάς Πόλεως Αθηνών" καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια τα οξυμμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή, ενώ παράλληλα διατυπώνονται οι βασικές αρχές και προτάσεις για την προστασία και αναβίωσή της.
Η διατύπωση των βασικών αρχών και στόχων αυτής της επέμβασης και η επεξεργασία ενός πολυεπίπεδου προγράμματος, αλλά και μιας στρατηγικής και μιας μεθοδολογίας για τη βήμα προς βήμα εφαρμογή του, συνιστούν πρωτοποριακό για τις συνθήκες της εποχής εκείνης εγχείρημα, που πέτυχε πολλά. Η καταγραφή όλης αυτής της προσπάθειας, η περιγραφή των μέτρων και των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, τα εμπόδια και η υπέρβασή τους, η ανταπόκριση -με πολλούς τρόπους- της κοινής γνώμης αλλά και οι αντιδράσεις της, η ευρύτερη απήχηση του τελικού αποτελέσματος εδώ και στο εξωτερικό, είναι οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση γι' αυτή την έκδοση. Γιατί ασφαλώς αξίζει να καταγραφεί και να αποθησαυριστεί όλο αυτό το υλικό, να τεθεί στη διάθεση όλων όσοι ασχολούνται με παρόμοια προβλήματα, να αποτελέσει αφορμή για να συζητηθούν και πάλι όλες οι πλευρές τους.
Η προστασία του ιστορικού κέντρου των πόλεών μας και των ιστορικών οικισμών, η διατήρηση της ιστορικής μνήμης όπως αποτυπώνεται σε αυτούς, η δημιουργική επανένταξή τους ως ζώντων στοιχείων στη σύγχρονη ζωή παρά τις δυσκολίες και τις αναπόφευκτες, ίσως, παλινδρομήσεις και αντιφάσεις, αποτελούν πλέον κοινό αίτημα. Γι' αυτό και εμπειρίες από την εφαρμογή και τη διαχρονική εξέλιξη προγραμμάτων όπως αυτό της Πλάκας θα είναι πάντα εξαιρετικά χρήσιμες.
Ο Διονύσης Α. Ζήβας γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Μεγάλωσε στην Αθήνα και σπούδασε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, από όπου έλαβε το δίπλωμά του το 1953. Το 1958 διορίσθηκε άμισθος και το 1960 έμμισθος επιμελητής στην έδρα της Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας, με τον καθηγητή Π. Α. Μιχελή. Η "Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου" αποτελεί τη διδακτορική διατριβή του, που εγκρίθηκε από τη Σχολή το 1970. Το 1972 εξελέγη έκτακτος καθηγητής των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων και το 1978 τακτικός καθηγητής στην ίδια Έδρα. Διετέλεσε διευθυντής του Σπουδαστηρίου Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων του Ε.Μ.Π. από το 1973 μέχρι το 1996. Εξελέγη Κοσμήτωρ της Σχολής Αρχιτεκτόνων για δύο διετίες, από το 1979 μέχρι το 1983 και πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων για τρεις διετίες, από το 1989 μέχρι το 1995. Απεχώρησε το 1996 λόγω ορίου ηλικίας και από το 1997 είναι ομότιμος καθηγητής της Σχολής. Διετέλεσε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιονίου Πανεπιστημίου κατά τα έτη 1984-89 και 1993-98.
Έχει δημοσιεύσει την "Αρχιτεκτονική της Ζακύνθου" (εκδ. ΤΕΕ 1970, 1984, 2002) και τις "Προβιομηχανικές αγροτικές εγκαταστάσεις στη Ζάκυνθο" (εκδ. ΠΤΙ-ΕΤΒΑ 2000) καθώς και πολλές μικρότερες εργασίες για τη Ζάκυνθο και τα Επτάνησα. Περισσότερες εξ' άλλου από εβδομήντα εργασίες του είναι δημοσιευμένες σε επιστημονικά περιοδικά, πρακτικά εθνικών και διεθνών συνεδρίων και σε συλλογικές εκδόσεις. Σχετικά πρόσφατα εκδόθηκε το βιβλίο του "Τα μνημεία και η πόλη" (Libro 1997, α΄ εκδ. Λυρούδιας 1991). Στα πλαίσια του Σπουδαστηρίου των Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων έχει διευθύνει δώδεκα ερευνητικά προγράμματα για θέματα αρχιτεκτονικής και θέματα προστασίας και διατήρησης ιστορικών οικισμών και ιστορικών κέντρων πόλεων, θέμα με το οποίο έχει ιδιαίτερα ασχοληθεί. Επικεφαλής ομάδων μελέτης για την προστασία και την αναβίωση της Πλάκας από το 1973 μέχρι σήμερα, έργο το οποίο τιμήθηκε το 1982 με το μετάλλιο της Europa Nostra. Το 1993 εξ' άλλου του απονεμήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης το Βραβείο Gottfried von Herder για το σύνολο του έργου του. Έχει μετάσχει σε περισσότερα από εξήντα εθνικά και διεθνή Συνέδρια, στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει παρουσιάσει ισάριθμες ανακοινώσεις.
Είναι μέλος του ΤΕΕ, του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, της Ελληνικής Αρχιτεκτονικής Εταιρείας, του Κέντρου Μελετών Ιονίου, του ICOMOS και άλλων επιστημονικών ενώσεων. Έχει επανειλημμένα εκλεγεί στο Δ.Σ. του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, του οποίου διετέλεσε Πρόεδρος το 1965, στην Αντιπροσωπεία του ΤΕΕ και την Επιστημονική Επιτροπή των Αρχιτεκτόνων του ΤΕΕ. Έχει εκλεγεί Αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ενώσεως Αισθητικής ("International Association of Aesthetics") για την τριετία 2001-2004 και είναι Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής και του Ιδρύματος Παναγιώτη και Έφης Μιχελή.