Περπάτησα μέρες πολλές
Κι οι μέρες ’γιναν νύχτες
Με το φανάρι της καρδιάς
Πλήγωσα τ’ άτρωτο σκοτάδι
Ψάχνοντας σ’ άδειες πολιτείες
Σ’ αδιέξοδους δρόμους
Ανάμεσα σ’ άγνωστους ανθρώπους
Ώσπου η φλόγα μού ’καψε τα χέρια
Τότε γύρισα τρέχοντας στο σπίτι
Έκλεισα και μαντάλωσα την πόρτα
Σφράγισα με πηλό τις χαραμάδες
Να μη γλιστρήσει πίσω μου η νύχτα
Με τρόμαξαν οι άνθρωποι
Που είχαν ξεχάσει να φορέσουν
Το πρόσωπό τους