-Και το πιστόλι πού το βρήκε;
-Δεν ξέρω πού το βρήκε.
-Κι ο άνθρωπος που λέει ότι σ' το έδωσε;
-Δεν τον ξέρω, δεν έχω ιδέα. Ας έρθει εδώ να δείτε αν με γνωρίσει. Εγώ παίρνω τσιγάρα βερεσέ.
-Και η γυναίκα πού το βρήκε;
-Εγώ είμαι τσαγκάρης, δεν είμαι του βουνού. Ο αδερφός της ήταν του βουνού. Ίσως αυτός να είχε πιστόλια. Δεν ξέρω. Μπορεί να τον έχουν βάλει ψευδομάρτυρα να λέει ότι μου το 'δωσε.
-Ώστε πιστεύεις ότι η γυναίκα σου αυτοκτόνησε;
-Κατά βάθος, ναι. Ήταν μελαγχολική. Μαγνητοφώνησα μια κουβέντα με τον φίλο της. Του έλεγε ότι θα αυτοκτονήσει. Έχω κασέτες που το μαρτυράνε. Και η κόρη μας το λέει, για τον φίλο της μητέρας της.
-Είχε λόγους να αυτοκτονήσει;
-Είχε λόγους, από έρωτα. Τη βασάνιζε ο έρωτας. Τον είχε αγαπήσει πολύ αυτόν. Της έκανε και εκβιασμό. Όλο αναστέναζε. Εγώ είμαι αθώος. Θα τα πω όλα στη δικαιοσύνη. Η γυναίκα μου δεκατέσσερα χρόνια τώρα ήταν εντάξει. Ώσπου ήρθε ο αστυνόμος και μου την ξελόγιασε.