Κανένας δε μου έφταιξε
στις μαύρες συμφορές μου
τα ανοιχτά τα χέρια μου
τι τα ’χω και παλεύω
Το ξερό μου το κεφάλι
μ’ έφερε σ’ αυτό το χάλι
Ας ήμουνα λίγο σφικτή
φίλοι να τα κρατούσα
τη φτώχεια να χαιρέταγα
μποέμικα να ζούσα
Τώρα που φύγαν τα λεφτά
μου ’ρθε ο νους κι η γνώση
μα είναι πια πολύ αργά
κι ας το ’χω μετανιώσει
Σ.Μ.