«ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΟ» (Στον Κωστή μου) Το μερίδιό του τ' άφησε σε μια γωνιά συνηθισμένη. Μαζεύονταν εκεί τα μαστιχόδενδρα, τα δένδρα του γιαλού, οι γούρνες με ζεστά νερά. Η θέρμη αυτή ήταν το ζητούμενο. Την πυρπολούσαν με το άναμμα του ήλιου και όταν κρύωνε την σκέπτονταν βαθιά. Τα μερίδια αναπνέανε πάνω στις αποθέσεις. Χνούδιαζαν αυξανόμενα και αγκιστρώνονταν τυφλά σε έναν όγκο από άστομες ανάσες, προωθημένο ως το μέγιστο σημείο και παρηχούσαν ρυθμικά, με την εκπνεύσιμη αμετάδοτη ζωή, στο αμφιρρεπές, διττό, κεντρώο κίνημα της σταθερής αλλόκοσμης πνοής. Στο αναμάλλιασμα της ψυχικής αναστροφής, στο ανίδεο πρόσφορο της θυμικής αντιστοιχίας, φροντίζετο αργή να εμβαπτίζεται η λαβή του έμπνοου άσθματος, συρτή, στης λάρνακας την φλογισμένη πεμπτουσία, προς αίρεση της κάθε μιας πυρακτωμένης ένυδρα, υγρά συντελεσμένης, προσίδιας, αθάνατης ποιότητας.
2009-2025 © ebooks.gr / All Rights Reserved