Στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ένας ορφανός από πατέρα, θύμα πολέμου, γόνος μνιας κεφαλλονίτικης οικογένειας, ο μεγάλος γιος, Τηλέμαχος Διαβόλης, απροσκύνητο και ανήσυχο πνεύμα εξ απαλών ονύχων, ενηλικιωθείς γίνεται μύστης αριστερών φρονημάτων και συγκρούεται με μνια άλλη οικογένεια γειτόνων του γερμανόφιλων και μαυραγοριτών.
Η αδυναμία του δε προς το βενιαμίν της οικογένειάς του, Αγγελή, που τραυματίζουν σοβαρά εξ ενέδρας οι μνημονευθέντες εχθροί του, τον οποίον και νομίζει σκοτωμένον, διατελών πλέον εκτός εαυτού και εν βρασμώ ψυχής, σκοτώνει πέντε άτομα με τρεις μπαταριές.
Συλλαμβάνεται ύστερα από δραματική καταδίωξη και καταδικάζεται από το Κακουργιοδικείον τρις εις θάνατον, παίρνει ύστερα από χρόνια χάρη με βασιλικό διάταγμα μετριάζοντας την ποινή του σε ισόβια. Δραπετεύει, περιπλανάται μεταμφιεζόμενος, επιδιώκει και επιτυγχάνει συνάντηση με τη μεγαλύτερη αδελφή του, Γαρέφω, ασελγεί και αιμομικτεί και σφάζει την ιερόδουλο πλέον αδελφή, όνειδος της οικογένειάς του, ίνα κατά την άποψή του επιφέρει κάθαρση και ξέπλυμα της ντροπής. Συλλαμβάνεται και εκτελείται ακριβώς τη στιγμή της καταργήσεως της θανατικής ποινής.
Το πλαίσιο του όλου δράματος αποτελούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή και τραγωδία, όπου πέφτουν ηρωικά στην οπισθοχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων ο πατέρας και ο μπάρμπας του, το Αλβανικό Έπος και η Γερμανοκρατία και Κατοχή.
Ο Αρχιμανδρίτης Αθηναγόρας Παντοκρατορινός, κατά κόσμον Παναγιώτης Κάρταλης, του Διονυσίου και της Βασιλικής, γεννήθηκε το 1929 στην Κορώνη Μεσσηνίας. Τελείωσε το Λύκειο Καλαμάτας και ολοκλήρωσε ευρύ κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών. Υπηρέτησε ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης (1955-1978). Είναι κάτοχος των πτυχίων του Πανεπιστημίου Αθηνών: Θεολογικής Σχολής, Κλασικής Φιλολογίας, Φιλοσοφικής Σχολής Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Επίσης είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Sorbon Paris (1976-1982) και διαφόρων πιστοποιητικών μεταπτυχιακών σπουδών και επιμόρφωσης. Γνωρίζει εβραϊκά, αρχαία ελληνικά, λατινικά και σλαβονικά. Τον Ιανουάριο του 1982 μπήκε στις τάξεις του κλήρου και εκάρει μοναχός. Χειροτονήθηκε ως Διάκονος το Φεβρουάριο του 1983 στις Λειβανάτες Λοκρίδας και μετά από ένα μήνα ως Πρεσβύτερος στη Μητρόπολη Λαμίας. Προεχειρίσθη σε Αρχιμανδρίτη τον ίδιο χρόνο. Υπηρέτησε έκτοτε ως εφημέριος, ιεροκήρυκας και πνευματικός σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά της Φθιώτιδας και Λοκρίδας μέχρι το 1985. Την περίοδο 1985-1988 υπηρέτησε στην Ι. Μονή Δαμάστας. Μετά από αίτησή του πήρε κανονικό απολυτήριο για την Ι. Μητρόπολη Αττικής. Υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εφημέριος στον Ι. Ν. Τιμίου Προδρόμου Μαραθώνα Αττικής. Έχει δεκαετή εγκαταβίωση στο Άγιο Όρος και διετή θητεία στην αλλοδαπή, δυνάμει της υπ' αριθμ. 61-61/18-1-1994 της Ι΄ Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Επίσης θήτευσε για επτά έτη στην "Ανάληψη του Κυρίου" στη Στουτγάρδη. Ετέλεσε με απόσπαση στη Ροδόπολη (Λύριον Ίδρυμα ΝΜΝ στην Ενορία Αγ. Βαρβάρας Ν. Μάκρης, 1998). Από 7-9-1999 στον Ι. Ν. Αγ. Στυλιανού Καματερού. Μετά από έγγραφο της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους (17-4-1998), έλαβε κανονικό απολυτήριο ύστερα από αίτησή του. Το όνομα Παντοκρατορινός το χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο. Από το 1960 ασχολείται με τη λογοτεχνία. Έχει στο ενεργητικό του εννιά μυθιστορήματα, εννιά συλλογές διηγημάτων, πέντε ποιητικές συλλογές, μία υμνογραφία, ένα θεατρικό και διάφορες ομιλίες και λόγους. Το συγγραφικό του έργο συμπεριλαμβάνεται στη λογοτεχνική σειρά "Άπαντα Αρχ. Αθηναγόρα Παντοκρατορινού" (εκδόσεις Ιωλκός).