Ακούς, πως τραγουδούν οι ανόητοι σε όλον τον κόσμο; Αυτοί γεμίζουν πυροβόλα. Ο έξυπνος δεν έχει παρά να φέρει φωτιά στο πρόγευμα, καταλαβαίνεις; Μπορείς ήρεμα να δεις, πως με ένα λεπτό χώρισμα, βρίσκονται δίπλα, ένα ευτυχισμένο μοσχαράκι και ένα πεινασμένο φίδι; Είμαι υποχρεωμένος να ανοίξω μια μικρή τρύπα, μικρή τρύπα… Τα υπόλοιπα θα τα κάνουν μόνα τους. Το ξέρεις ότι από την ένωση της αλήθειας με το ψέμα προκύπτει έκρηξη; Θα τελειώσω μόνο τη δουλειά τους... Εγώ θα τους βάλω να χορέψουν! Πάμε, σύντροφε! Εμείς θα δώσουμε ασυνήθιστη παράσταση! Θα βάλουμε όλη τη γη σε κίνηση, και εκατομμύρια μαριονέτες θα πηδούν υπάκουα στις διαταγές μας: Δεν ξέρεις ακόμα πόσο ταλαντούχοι και υπάκουοι είναι, αυτό θα είναι υπέροχο παιχνίδι, θα εισπράξεις τεράστια ικανοποίηση.
Αυτή η ασυνήθιστη παράσταση έχει τεράστια επιτυχία, καθώς προηγήθηκαν αμέτρητες πρόβες σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Με χειρουργική ακρίβεια ενώθηκε η αλήθεια με το ψέμα, έτσι ώστε να μην ξεχωρίζει ούτε η ραφή. Οι ατάκες προκαλούν γέλιο, οι εκπλήξεις δεν έχουν τέλος, ώστε το έργο να έχει διάρκεια - ανεξαρτήτως βαθμού γελοιότητας. Οι ανατροπές ανατρέπουν η μία την άλλη, αλλά καμία το σαθρό οικοδόμημα.
Ο Λεονίντ Νικολάγιεβιτς Αντρέγιεφ, ο κατεξοχήν εκπρόσωπος του ρωσικού εξπρεσιονισμού στη λογοτεχνία, γεννήθηκε το 1871 στην περιφέρεια του Οριόλ. Από τον πατέρα του, τραπεζικό υπάλληλο, κληρονόμησε την αγάπη για τη φύση καθώς και για το αλκοόλ. Σπούδασε νομικά στην Πετρούπολη και στη Μόσχα. Εκκεντρικός και μελαγχολικός (μανιοκαταθλιπτικός, σύμφωνα με νεότερους βιογράφους του), έπεσε σε κατάθλιψη, έκανε αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας -το 1894 μάλιστα αυτοπυροβολήθηκε, αλλά η σφαίρα εντέλει απλώς τον τραυμάτισε- και τελικά εγκατέλειψε τις σπουδές του για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Ερασιτεχνικά ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία, πειραματιζόμενος αρχικά με ασπρόμαυρες στερεοσκοπικές εικόνες και, αργότερα (γύρω στα 1908), με την έγχρωμη φωτογραφική διαδικασία των αδελφών Lumiere, πρωτοπόρων του κινηματογράφου. Εργάστηκε ως αστυνομικός συντάκτης στην εφημερίδα "Ταχυδρόμος της Μόσχας". Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε εφημερίδες το 1898, προκαλώντας το ενδιαφέρον του Μαξίμ Γκόρκη, ο οποίος τον σύστησε στους λογοτεχνικούς κύκλους της Μόσχας. Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων του κυκλοφόρησε το 1901. Την επόμενη χρονιά δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, δύο από τα γνωστότερα διηγήματά του: "Στην ομίχλη" και "Η άβυσσος" - το τελευταίο, η ιστορία ενός εφήβου που δολοφονεί μια πόρνη και κατόπιν αυτοκτονεί, δέχτηκε οξύτατη κριτική από τον Λέοντα Τολστόη. Το 1904, με το διήγημα "Το κόκκινο γέλιο" στρέφεται εναντίον του ρωσοϊαπωνικού πολέμου και αναμειγνύεται στο κίνημα κατά του τσαρισμού. Ένα χρόνο αργότερα, με την έκρηξη της επανάστασης, συλλαμβάνεται από τη μυστική αστυνομία και φυλακίζεται. Στη συνέχεια διέφυγε στην Ευρώπη, όπου έζησε στην Ιταλία ως φιλοξενούμενος του Γκόρκη. Αργότερα απέκτησε σπίτι στη Φιλανδία, σε πολύ μικρή απόσταση από την Πετρούπολη. Στο διάστημα μεταξύ της επανάστασης του 1905 και της έκρηξης του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1914), έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, που ανέβηκαν με μεγάλη επιτυχία στη Μόσχα, στη Βιέννη, στο Βερολίνο και σε άλλες πόλεις από σκηνοθέτες όπως ο Στανισλάφσκι, ο Νεμίροβιτς - Ντάτσενκο και ο Μέγιερχολντ. Καθώς πλησίαζε η Οκτωβριανή Επανάσταση και κυρίως μετά την επικράτησή της, το 1917, ο Αντρέγιεφ δημοσίευε ως επί το πλείστον πολιτικά κείμενα, όλο και πιο εχθρικά προς τους μπολσεβίκους. Πέθανε στη Φινλανδία το 1917. Σαράντα χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του Στάλιν, η σορός του μεταφέρθηκε στην "αλέα των ποιητών", στο κοιμητήριο του Λένινγκραντ.