Το ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΦΙΝ είναι ένα βιβλίο-πανδοχείο, φτιαγμένο με κόκκινα τούβλα και παράξενες λέξεις, υπάρχει ακόμα στο Δουβλίνο αλλά το συναντούμε και ως γέφυρα ανάμεσα στο αριστούργημα του Οδυσσέα και το σχεδόν απροσπέλαστο έπος Η αγρύπνια των Φίνεγκαν. Εκτός από οδοιπόρους, ταξιδιώτες και περαστικούς, το ΚΟΝΑΚΙ ΤΟΥ ΦΙΝ στεγάζει δέκα σύντομα, συνεκτικά και περιεκτικά πεζογραφήματα που ο Τζόις έγραψε το 1923, περίπου έξι μήνες μετά τον Οδυσσέα και λίγο προτού αρχίσει να υποψιάζεται ευκρινώς τη μακρόπνοη σύνθεση της Αγρύπνιας των Φίνεγκαν, του πιο ουσιωδώς ιρλανδικού μνημείου που έχουμε, πλάι στο περίφημο Book of Kells. Έτσι, οι δέκα αυτές αφηγήσεις αποτελούν ένα άτυπο πρόπλασμα της Αγρύπνιας καθώς επιχειρούν να αποδώσουν στιγμιότυπα από την ιρλανδική ιστορία και μυθολογία τα οποία απλώνονται σε έναν ορίζοντα 1.500 χρόνων. Το αποτέλεσμα είναι σύντομα, πυκνά και εύστοχα κομμάτια υψηλής -και ξεκαρδιστικής- πρόζας που λειτουργούν και αυτόνομα όσο και ως εισαγωγή σε ερμηνευτικά κλειδιά και γλωσσικούς κώδικες που απαντούν ξανά στην Αγρύπνια των Φίνεγκαν. Δέκα έπη-μινιατούρες, η ωραία σπορά ενός ερωτευμένου μεγαλοφυούς που έμελλε να συνθέσει, λίγο αργότερα, το πλέον μεγαλειώδες βιβλίο όλων των εποχών.
Ο James Augustine Aloysious Joyce (1882-1941) γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη σε προάστειο του Δουβλίνου, από τυπική Ιρλανδική οικογένεια, μεγαλύτερος από τα 10 τους παιδιά. Ο πατέρας, John Stanislaus Joyce, φανατικός αντικληρικός και φιλελεύθερος, ενώ η μητέρα φανατικά καθολική. Στα παιδικά χρόνια του, η οικογένειά του ήταν εύπορη αλλά το 1891, εξαιτίας κακών οικονομικών χειρισμών και με τον αλκοολισμό του πατέρα, οδηγήθηκε στη πτώχευση. Η οικογένεια πουλά σιγά-σιγά τη περιουσία της. Περνούνε περίοδο μεγάλης ανέχειας. Σε 10 χρόνια μετακομίζουνε 12 φορές. Ο πατέρας αλκοολικός χρωστούσε παντού. Πρώτες σπουδές το 1888 στο κολέγιο Clongowes Wood, όμως αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει είτε λόγω ασθένειας, είτε λόγω αδυναμίας πληρωμής διδάκτρων. Για σύντομο διάστημα πήρε μαθήματα κατ' οίκον αλλά και στη σχολή Christian Brothers (Χριστιανοί Αδελφοί) μέχρι που του προσφέρθηκε θέση στο κολέγιο Belvedere, διευθυνόμενο από Ιησουίτες. Η παραδοσιακή πειθαρχία των καθολικών θα γίνει η πρώτη εξορία κι ο λαβύρινθός του. Σε μιαν εφηβική κρίση μάλιστα κόντεψε να γίνει ιερέας. Παρά το θρησκευτικό περιβάλλον όμως, που μέσα του σπούδασε, στα 16 του αρνήθηκε τον καθολικισμό. "Θα με σώσει μια πόρνη κι η ποίηση", θα πει αργότερα. Το 1898, γράφτηκε στο University College Dublin και σπούδασε κυρίως αγγλικά, γαλλικά κι ιταλικά ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε στους θεατρικούς και λογοτεχνικούς κύκλους της πόλης. Το 1900 δημοσιεύτηκε πρώτη φορά κείμενο του, στην εφημερίδα "Fortni" κι αφορούσε κριτική μελέτη στη θεατρική δραματουργία του Ίψεν -δέχτηκε αργότερα ευχαριστήρια επιστολή από τον ίδιο τον Νορβηγό συγγραφέα. Ακολούθησαν αρκετές δημοσιεύσεις κριτικών του. Θεωρείται επίσης πως ολοκλήρωσε τουλάχιστον 2 θεατρικά έργα, που όμως δεν έχουν διασωθεί. Μετά την αποφοίτησή του το 1903 αποφάσισε να φοιτήσει στην Ιατρική Σχολή Δουβλίνου, αλλά ταξίδεψε στο Παρίσι και σύντομα εγκατέλειψε τις ιατρικές σπουδές. Από 11/11/1902-19/11/1903 δημοσιευτήκανε συνολικά 23 βιβλιοκριτικές του. Τον Απρίλη του 1903 επέστρεψε στο Δουβλίνο καθώς έμαθε πως η μητέρα του έπασχε από καρκίνο. Προσπάθησε να τον πείσει, έστω την ύστατη στιγμή της, ν' ασπαστεί τον καθολικισμό, μα κείνος αρνήθηκε να γονατίσει και να προσευχηθεί για τη σωτηρία της, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Άρχισε να πίνει κι η κατάσταση ήτανε πολύ άσχημη κι όταν η μητέρα πέθανε στις 13 Αυγούστου, καθώς εκείνος συνέχισε το ποτό κι έφερε βαριά την άρνησή του στη θέλησή της, γεγονός που τον επηρέασε βαθιά. Την επόμενη χρονιά κέρδισε το χάλκινο μετάλλιο του Feis Ceoil, τραγουδώντας, καθώς ήτανε και θαυμάσιος τενόρος.
Το Γενάρη του 1904 ολοκλήρωσε το "Πορτρέτο Του Καλλιτέχνη" (A Portrait Οf Τhe Artist), η δημοσίευσή του όμως, απορρίφθηκε από το περιοδικό Dana. Παράλληλα ξεκίνησε τη συγγραφή του μυθιστορήματος "Στέφεν ο Ήρωας" (Stephen Hero), έργο που έμεινε ημιτελές. Την ίδια χρονιά, στις 6 Ιουνίου, (η μέρα bloomsday), καταγράφεται η πρώτη γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ (Nora Barnacle), καμαριέρα σε ξενοδοχείο, που την ερωτεύτηκε και μαζί της αργότερα, τον Οκτώβρη, εγκατέλειψε την Ιρλανδία. Αρχικά εγκατασταθήκανε στη Ζυρίχη κι έπειτα στη Τεργέστη, που εργάστηκε σα δάσκαλος στη σχολή Berlitz. Στις 27 Ιουλίου 1905, αποκτήσανε τον πρώτο τους γιο, Giorgio -συνολικά στα 36 χρόνια κοινής τους ζωής, αποκτήσανε 2 παιδιά. Στη Τεργέστη, παρέμεινε για τα επόμενα 15 περίπου χρόνια, με διακοπή 1 έτους, όταν τον Ιούλιο του 1906, εγκατασταθήκανε στη Ρώμη, που εργάστηκε σα τραπεζικός υπάλληλος. Επισκεπτόταν αραιά και που το Δουβλίνο, ενώ το 1909 προσπάθησε για σύντομο χρονικό διάστημα, σε συνεργασία μ' άλλους επιχειρηματίες να λειτουργήσει κινηματογράφους στην Ιρλανδία. Σύντομα εγκατέλειψε το εγχείρημα κι επέστρεψε στη Τεργέστη αφού όμως προηγουμένως είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον εκδοτικό οίκο "Maunsel & Co"., για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων "Δουβλινέζοι". Τελικά όμως το έργο αυτό τυπώθηκε το 1914 από τον οίκο Grant Richards. Την ίδια χρονιά δημοσιεύτηκε σε συνέχειες και το "Πορτρέτο του Καλλιτέχνη", στο περιοδικό "Egoist", ενώ η έκδοση του βιβλίου έγινε το 1916 στη Νέα Υόρκη και το 1917 στο Λονδίνο. Το 1914 ξεκίνησε τη συ