Το αμπέλι για το Βουρλιώτη δεν ήταν μονάχα το κτήμα του, το βιοποριστικό του επάγγελμα, η ζήση του. Ήταν βέβαια όλα αυτά, άλλα και κάτι άλλο πολύ σπουδαιότερο από αυτά. Ένα κομμάτι αληθινά από το "είναι" του, από την ψυχή του. Το αγαπούσε και το λαχταρούσε και το κανάκευε και το καμάρωνε σαν "παιδί" του.
Χωρίς ρούχα μπορούσε να μείνει σε μια δύσκολη περίσταση και χωρίς λούσα κι αυτός κι η γυναίκα του· το αμπέλι όμως θα είχε, χωρίς άλλο τη δούλεψή του στην εντέλεια. Σπίτι μεγάλο και αρχοντικό δε ζούλευσε και γι' αυτό δεν έκανε συνήθως ο Βουρλιώτης. "Σπίτι όσο χωρείς κι αμπέλι όσο θωρείς", έλεγε.
Αμπέλι όμως μεγάλο και περιποιημένο με νοικοκυροσύνη και με μεράκι, με μαξούλι πολύ και διαλεχτό πάντα το ονειρευόταν. Το μαξούλι αυτό το πολύ και το ξεχωριστό στην ποιότητα ήταν το καμάρι του, όπως η εξυπνάδα και η προκοπή του παιδιού του. Ο καλός ρεσπέρης, με την κυρία έννοια του αμπελουργού, ήταν πρόσωπο σεβαστό και κοσμοζουλεμένο στα Βουρλά.
Ο Νίκος Μηλιώρης γεννήθηκε στα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Αποφοίτησε από την Ευαγγελική Σχολή και εργάστηκε ως γραμματέας στην Αναξαγόρειο Σχολή και στη συνέχεια ως λογιστής σε εμπορικά καταστήματα. Λίγα χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη στρατιωτική Σχολή Επιμελητείας και Διαχειρήσεως (αποφοίτησε το 1922). Ακολούθησε στρατιωτική καριέρα και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του συνταγματάρχη το 1952. Το μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου δημοσίευσε μετά τη συνταξιοδότησή του. Διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας Μικρασιατική Ηχώ και συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά. Πέθανε στην Αθήνα.