Το απόγευμα, μετά από μια μεγάλη βόλτα, επέστρεψαν στο διαμέρισμά του. Πριν πλαγιάσουν στο κρεβάτι, ο Κώστας έβαλε στο πικάπ το Μπολερό, με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και διευθυντή τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν.
Όταν τέλειωσαν τα φιλιά και τα χάδια, τον ρώτησε: «Τίνος κομμάτι ήταν αυτό;»
«Σου άρεσε;»
«Πάρα πολύ».
«Το έγραψε ο Ραβέλ για μια κοπέλα με την οποία συναντιόντουσαν στο κονσερβατουάρ του Παρισιού. Η Κλεμεντίν ήταν γλυκιά, συνεσταλμένη, αλλά είχε σώμα χωρίς καμπύλες και πιασίματα, που τότε ήταν απαραίτητα στοιχεία ομορφιάς. Κάποια μέρα ο Ντεμπισί, μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ τον Ραβέλ, τον πείραξε: Το κορίτσι σου μοιάζει με μουσικό έργο που δεν έχει καμιά μετατροπία. Εκείνος επηρεάστηκε απ’ τα λόγια του –ο Ντεμπισί ήταν το είδωλό του– και σε λίγο καιρό χώρισε με την Κλεμεντίν. Κάμποσα χρόνια αργότερα, μετανιωμένος που την έχασε, συνέθεσε το Μπολερό. Ένα έργο χωρίς καμπύλες και πιασίματα, κατά τη διάρκεια του οποίου μεταβάλλονται μόνο η ένταση και ο αριθμός των οργάνων που το εκτελούν».
«Αυτά τα λες για μένα», μούτρωσε η Γιάννα.
Ο Κώστας χαμογέλασε. «Ναι, τα έβγαλα απ’ το μυαλό μου. Εξάλλου ο μοναδικός έρωτας του Ραβέλ ήταν η μουσική».
Εκείνη το χόντρυνε, «Αν δεν σου κάνω όπως είμαι, μπορείς να βρεις μιαν άλλη».
Τότε αυτός ξεκαρδίστηκε απ’ τα γέλια. «Δεν είμαι χαζός… Εγώ την Κλημεντίνη μου δεν θα την αφήσω ποτέ να μου φύγει».
Τον Οκτώβριο του 1972, δυο χρόνια πριν από την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών, o εικοσάχρονος Κώστας έρχεται να φοιτήσει στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης.
Στη σχολή συνδέεται με τη Γιάννα. Ο έρωτάς τους καταλήγει εκρηκτικός και ξέφρενος, και τα δύο παιδιά πρώτη φορά στη ζωή τους αισθάνονται ελεύθερα κι ευτυχισμένα. Αλλά κάποια απροσδόκητα γεγονότα βάζουν ταφόπλακα στη σχέση τους. Εκείνος, «ερωτευμένος μέχρι θανάτου», προσπαθεί απελπισμένα να την ξανακερδίσει.
Η νέα νουβέλα του συγγραφέα είναι ένα τολμηρό και τρυφερό κείμενο για τον έρωτα και τον πόνο του χωρισμού, με πλούσιες αναφορές στη μουσική, τη ζωγραφική και την πολιτική κατάσταση της εποχής, που θύμιζε θέατρο του παραλόγου.
Ο Βασίλης Τσιαμπούσης γεννήθηκε στη Δράμα το 1953. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ζει και εργάζεται στη Δράμα. Εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων "Η Βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα" (1988), "Χερουβικά στα κεραμίδια" (1996), "Η γλυκιά Μπονόρα" (2000), "Να σ' αγαπάει η ζωή" (2004) και το μυθιστόρημα "Εκτός έδρας" (1993). Η συλλογή διηγημάτων του "Να σ' αγαπάει η ζωή" τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Πέτρου Χάρη και μεταφράστηκε στα αλβανικά. Το 1996 επιμελήθηκε την έκδοση του λευκώματος "Δόξα Δράμας, 1918-1965" και το 2006 το λεύκωμα "Ελπίς Δράμας, 1922-1969" (ΔΕΚΠΟΤΑ του Δήμου Δράμας). Υπήρξε διευθυντής του περιοδικού "Δίοδος 66100". Διηγήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά.